Γράφει ο Θεόδωρος Γεωργίου, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Ζούμε στη σύγχρονη εκκοσμικευμένη πολιτική κοινωνία. Πράγμα που σημαίνει, μεταξύ των άλλων, ότι η θρησκεία ως δόγμα και η θρησκευτική εμπειρία ως συνθήκη ζωής, έχουν χάσει τον χαρακτήρα της αυθεντίας και έχουν μετασχηματισθεί σε κοινωνική δραστηριότητα όπως συμβαίνει και με τόσες άλλες δραστηριότητες. Το αποκαλυπτικό και το φαντασιακό στοιχείο της θρησκευτικής εμπειρίας, αφορά μόνον εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως πιστοί σ’ ένα θρησκευτικό δόγμα. Στη σύγχρονη κοινωνία μας συμβαίνει όμως και κάτι άλλο σχετικά με τη σχέση της θρησκείας με την επιστήμη. Η εποχή του Γαλιλαίου είναι μακρινό παρελθόν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Στις μέρες μετά την μακραίωνη ιστορική φάση του διαφωτισμού ισχύει ο σαφής καταμερισμός θεματικού έργου ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, ο διαχωρισμός ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία δεν είχε αποσαφηνισθεί με αποτέλεσμα η Εκκλησία και το Πανεπιστήμιο (θεσμικές εκφράσεις και τα δύο του θρησκευτικού και του επιστημονικού πνεύματος αντιστοίχως) να βρίσκονται σε σύγκρουση.
Γράφω αυτόν τον σύντομο ιστορικο-επιστημολογικό πρόλογο, επειδή το φιλοσοφικό-θεωρητικό ενδιαφέρον μου (Interesse) εστιάζεται στην εκκλησιαστική εγκύκλιο του Μητροπολίτη Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης κυρίου Αντωνίου, ο οποίος απευθυνόμενος προς τα πνευματικά τέκνα του, δηλαδή τους πιστούς της Εκκλησίας του, την ημέρα των Θεοφανείων, έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί κατά του συναδέλφου μου Ηλία Μόσιαλου. Τα εμπειρικά δεδομένα είναι γνωστά στην πολιτική κοινωνία μας και δεν χρειάζονται να τα αναφέρω. Με ενδιαφέρει πρωτίστως να κατανοήσουμε με αφετηρία την επιχειρηματολογία του Μητροπολίτη, εάν πράγματι, με τους όρους που αυτή θέτει, μπορεί να διεξαχθεί ένας στοιχειώδης λογικός διάλογος ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία σήμερα. Το ερώτημα που θέτω δεν είναι ρητορικό, αλλά έχει να κάνει με τη δομή της ίδιας της κοινωνίας μας. Άραγε αυτή η κοινωνία (στην προκειμένη περίπτωση αναφέρομαι στην ελληνική κοινωνία) κουβαλάει ως εκκλησιαστική δομή τέτοιο μίσος κατά του επιστημονικού πνεύματος; Ο Μητροπολίτης Αντώνιος γράφει για τον επιστήμονα Μόσιαλο επί λέξει: «Όσα υπαινίσσεται ο κ. Μόσιαλος είναι καθαρά επινοήσεις του θολωμένου μυαλού του»!
Με άξονα την πανεπιστημιακή διαδρομή μου και στο πλαίσιο των κανόνων της εκκοσμικευμένης κοινωνίας, θέλω να δηλώσω ότι ποτέ μα ποτέ στις διαβουλεύσεις και στις συζητήσεις που ακόμη διεξάγονται ανάμεσα σε επιστήμονες και κληρικούς για υποτιθέμενα εκκρεμή ζητήματα διαχωρισμού επιστήμης και θρησκείας, δεν συνάντησα τέτοιο μίσος. Μπορεί στο τέλος του κειμένου του ο Αντώνιος να γράφει επί λέξει τα εξής: «Προσευχόμεθα να δώσει ο Θεός μετάνοια και σ’ αυτόν (δηλ. τον Μόσιαλο) και στους άλλους υβριστές του Χριστού για να εύρουν έλεος», αλλά η πρόταση αυτή είναι αυτοαναφορική. Προκύπτει ως δογματικό συμπέρασμα σε μία συζήτηση που δεν μπορεί να γίνει. Ο Μόσιαλος δεν έκανε κανένα αμάρτημα για να ζητήσει το έλεος του Θεού! Ο Αντώνιος ως κληρικός οφείλει να μάθει να συμμετέχει σε ορθολογικές συζητήσεις. Είπαμε η θρησκεία σήμερα δεν είναι «αυθεντία». Οπότε και οι κληρικοί καλούνται να ενταχθούν ισότιμα (χωρίς τα φορτία του αποκαλυπτικού πνεύματος) στις δημοκρατικές διαβουλεύσεις της κοινωνίας μας.
Αντιλαμβάνομαι, ότι αναφέρθηκα εκτενώς στο διαδικαστικό ζήτημα ενός δυνατού (ή αδύνατου) διαλόγου ανάμεσα στην επιστήμη και την θρησκεία σήμερα και δεν ασχολήθηκα με το κατ’ εξοχήν θέμα της άρρητης αντιπαράθεσης το οποίο δεν είναι άλλο από το εξής: Ποια από τις δύο μορφές ύπαρξης του ανθρώπου, η γνώση ή η πίστη επωμίσθηκε το βάρος της λύτρωσης του ανθρώπου από την πανδημική κρίση; Η «Θεία Μετάληψη» (Αντώνιος) ή η επιστημονική ανακάλυψη των εμβολίων (Μόσιαλος) σήκωσε το βάρος της σωτηρίας του ανθρώπου;
Το ερώτημα είναι ανοιχτό με την έννοια ότι ο Μητροπολίτης Αντώνιος ζει στο κλειστό σύστημα της αποκαλυπτικής αλήθειας του και δεν θέλει να κατανοήσει ότι από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα (αρχές του 21ου) η επιστήμη έχει κάνει τεράστια βήματα προόδου ενώ η θρησκεία παραμένει έγκλειστη στο φρούριό της.
Ως τελικές παρατηρήσεις σημειώνω δύο πράγματα: Πρώτον, μετά την εγκύκλιο του Αντωνίου καταλαβαίνω πώς και γιατί η ελληνική πολιτική κοινωνία δεν έχει μετασχηματισθεί σε εκκοσμικευμένη οντότητα. Οι κληρικοί και οι θρησκευτικοί ηγέτες της δεν μπορούν να συμμετέχουν στις πολιτικές διαβουλεύσεις. Επικαλούνται την εξ αποκαλύψεων αλήθεια (;) για τα κοινωνικά πράγματα όπως π.χ. είναι η αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης.
Και το δεύτερο σημείο των αναλύσεών μου είναι το εξής: Μ’ αυτή τη θεωρητικο-πολιτική παρέμβασή μου δηλώνω ότι θα ήθελα με πρωτοβουλία της εφημερίδας «Δημοσιογράφος» να διοργανωθεί ένα διαρκές forum συζητήσεων με θέμα τη σχέση επιστήμης και θρησκείας σήμερα, τον ρόλο της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση των κρίσεων, την πραγματολογική δυνατότητα να συνυπάρξουν στην ελληνική κοινωνία η εξ αποκαλύψεως πίστη και η επιστήμη. Η εποχή της θρησκευτικής αυθεντίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η ελληνική κοινωνία επιτέλους, μπορεί να γίνει σύγχρονη εκκοσμικευμένη οντότητα;