Μια διαφορετική παράσταση, έναν θεατρικό μονόλογο με θέμα την ενδοοικογενιακή βία και την κακοποίηση των γυναικών, ανέβασε στις 18 Ιουνίου ο πολιτιστικός και περιβαλλοντικός σύλλογος του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης «Τριλογία». Το μονόπρακτο σε κείμενο, ερμηνεία και σκηνοθεσία της ηθοποιού Χρύσας Ποζίδου είχε τίτλο Μα πού πήγε η Ελένη; και παρουσιάστηκε στην όμορφη, ανακαινισμένη αίθουσα εκδηλώσεων του 2ου Λυκείου Βούλας «Μίκης Θεοδωράκης».
Ο μονόλογος της Χρύσας Ποζίδου έπλασε έναν ευάλωτο, καθημερινό γυναικείο χαρακτήρα ο οποίος οδηγείται γρήγορα από την αφέλεια που αποδέχεται παθητικά όλα τα πατριαρχικά στερεότυπα, στην επίγνωση της ταυτότητάς του και την ελευθερία, περνώντας μέσα από τον οδυνηρό δρόμο της ενδοοικογενειακής βίας. Με τη μορφή της εξομολόγησης, ο χαρακτήρας εξιστορεί ως αναδρομή μιλώντας σε φίλους την ιστορία μίας σχέσης που οδήγησε στον γάμο και τη δυστυχία.
Το κείμενο της Ελένης δεν αναφέρεται γενικώς σε αυτό που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «τοξικές σχέσεις» στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένας life coach. Πηγαίνει πολύ πιο βαθιά, αποκαλύπτοντας το μοτίβο των εξουσιαστικών σχέσεων μέσα σε ένα ανδρόγυνο που οδηγεί στη βία και την κακοποίηση (λεκτική, ψυχολογική και σωματική) αν επενεργήσει ως παράγοντας το παθογόνο πατριαρχικό μοντέλο.
Πρόκειται για ένα μοντέλο τόσο δεδομένο και κυρίαρχο που ταυτίζεται με το «φυσιολογικό». Όπως μάλιστα αναδεικνύει με χάρη ο μονόλογος της Χρύσας Ποζίδου, οι ίδιες οι γυναίκες, τα θύματα, φαίνεται να αποδέχονται – ή ίσως και να αποζητούν – το μοντέλο αυτό, στο πλαίσιο ενός παιχνιδιού ρόλων το οποίο αναπράγεται από γενιά σε γενιά: Ο άντρας παίρνει τις αποφάσεις – η γυναίκα υπακούει. Ο άντρας πληρώνει και φέρνει τα λεφτά – η γυναίκα υπηρετεί. Στην κακοήθη του μετάλλαξη, το μοντέλο αυτό διαμορφώνει κακοποιητικές προσωπικότητες, ένα γεγονός που η κοινωνία μας παρατηρεί όλο και περισσότερο.
Ο μονόλογος της Ελένης αναδεικνύει και άλλα παρεμφερή θέματα σχετικά με τις οικογενειακές σχέσεις: Το πλαίσιο του γάμου που μπορεί να αποβεί ασφυκτικό, την τεκνοποίηση ως απατηλό στόχο ολοκλήρωσης ενός ανθρώπου, το κοινωνικό και ψυχικό βάρος που φέρνει μια έκτρωση σε μια γυναίκα.
Η ερμηνεία της δημιουργού και ηθοποιού ήταν καθηλωτική, με αυξομειώσεις της έντασης και αρκετές στιγμές όπου η δραματική ισορροπία εκκρεμούσε μεταξύ γέλιου και ζόφου. Η Χρύσα Ποζίδου με το κείμενο και το παίξιμό της φανέρωσε τα οδυνηρά αδιέξοδα του κακοποιημένου ατόμου που αναζητά στον εαυτό του την ευθύνη και παράλληλα δικαιολογεί τον θύτη σε μια ψυχική προσπάθεια να δει το φως μέσα στο σκοτάδι, τη θετική πλευρά της ζωής μέσα στην όλη ασχήμια.
Η γλώσσα ήταν ζωντανή και χυμώδης, χρησιμοποιώντας και τις πιο αιχμηρές λέξεις για να αποδώσει τα σημαινόμενα (επιλογή που κατέταξε την παράσταση ως κατάλληλη για εφήβους άνω των 14 ετών).
Η σκηνοθετική λιτότητα έδινε μεγαλύτερη έμφαση στον μονόλογο. Ο χαρακτήρας άλλαζε εμφάνιση επί σκηνής, ανάλογα με τη διάθεση και προσέθετε μελανιές στο πρόσωπο με ένα κραγιόν, σημάδια της κακοποίησης. Ένα μεγάλο εμπόδιο παρεμβαλλόταν μεταξύ της Ελένης και του κοινού, σαν άλλη «ντουλάπα» από την οποία πρέπει να βγει και να μιλήσει το θύμα, το οποίο ο κακοποιημένος χαρακτήρας σταδιακά ξεπέρασε. Ώσπου τα δάκρυα δεν οφείλονταν στον πόνο ή την απόγνωση, αλλά στην ελευθερία.
Είχε επίσης ενδιαφέρον ότι το θεατρικό περιείχε τοπικές αναφορές στο Πανόραμα Βούλας και το Κέντρο Υγείας Βάρης, καθιστώντας το κείμενο πιο οικείο στο ακροατήριο. Άλλωστε, η Χρύσα Ποζίδου προέρχεται από τη μεγάλη θεατρική οικογένεια που ανέδειξε το 2ο Γυμνάσιο Βούλας, ενώ συμμετείχε ως ηθοποιός σε παραστάσεις του Συλλόγου Γονέων του 2ου Δημοτικού Σχολείου Βούλας. Το Μα πού πήγε η Ελένη; ήταν η πρώτη της συγγραφική απόπειρα, η οποία έλαβε τον 1ο έπαινο στο Φεστιβάλ θεατρικού μονολόγου του θεάτρου Εύπολις.
Την εκδήλωση άνοιξε με έναν σύντομο πρόλογο η καθηγήτρια Κοινωνιολογίας και συγγραφέας Σήλια Νικολαΐδου. Σχολιάζοντας την παρουσία του Δημάρχου Γρηγόρη Κωνσταντέλλου στην παράσταση, η πανεπιστημιακός τόνισε τη σημασία της καθώς φαίνεται με τον τρόπο αυτό «η πολιτεία να δίνει ένα σήμα για τη σιωπή των γυναικών που εσωτερικεύεται».

Παραφράζοντας τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, η Σήλια Νικολαΐδου σημείωσε ότι «βίαιοι δεν γεννιόμαστε, αλλά γινόμαστε», προσθέτοντας ότι η βία καθοδηγεί τα περισσότερα κοινωνικά μας βήματα, οδηγώντας πολλές φορές σε απάνθρωπες συμπεριφορές απέναντι στα παιδιά μας, τους συντρόφους μας, τους γονείς μας. Από τη σκοπιά της κοινωνιολόγου, κάλεσε την αίθουσα να αναλογιστεί τη βία ως ένα «καθολικό κοινωνικό φαινόμενο», με την ενδοοικογενειακή βία να «συμβιώνει» με πολλές άλλες μορφές. Ένα φαινόμενο που οδηγεί σε κινήματα όπως το Black lives matter. Για το κείμενο τη Σοφίας Ποζίδου, η Σήλια Νικολαΐδου είπε πως «ψηλαφίζει τα όρια και τα περιθώρια μιας ανείπωτης βίας και εκθέτει τις πληγές».