Η πρόσφατη δημοπρασία του δημοτικού παραλιακού ακινήτου στη Βουλιαγμένη που στέγαζε μέχρι πρότινος το εστιατόριο Ακτή συγκέντρωσε το τοπικό ενδιαφέρον περισσότερο από κάθε άλλη ανάλογη δημοτική διαδικασία. Και η ανακήρυξη των αδερφών Αγιοστρατίτη, Θοδωρή και Γιάγκου, ως πλειοδοτών χαιρετίστηκε ως θετική εξέλιξη, καθώς το ιστορικό αυτό κατάστημα έρχεται στη διαχείριση μιας από τις παλιές οικογένειες της Βουλιαγμένης που ίδρυσε τη δεκαετία του ’60 το ξενοδοχείο Margi στο Λαιμό, ενώ η νεότερη γενιά έκανε το βήμα της με το επιτυχημένο Krabo στο Καβούρι. O Θοδωρής Αγιοστρατίτης περιγράφει στον «Δημοσιογράφο» τη φυσιογνωμία του νέου εγχειρήματος, σχολιάζει το στοίχημα της αθηναϊκής ριβιέρας και των επενδύσεων που εντοπίζονται το τελευταίο διάστημα στη Βουλιαγμένη και μιλά για το μέλλον του πράσινου …«χωριού» της καρδιάς του.
Η εστίαση περνά μια πρωτοφανή κρίση λόγω των διαδοχικών lockdown. Πώς πήρατε την απόφαση σε αυτή τη φάση να πραγματο- ποιήσετε μια νέα επένδυση;
Σίγουρα η κατάσταση μας επηρέασε πολύ και βλέπουμε πολύ προσεκτικά τις εξελίξεις, καθώς οι δραστηριότητές μας εντοπίζονται ακριβώς στη φιλοξενία και τον επισιτισμό. Το συγκεκριμένο ακίνητο όμως αφορά σε μια μακροχρόνια μίσθωση. Είμαστε αισιόδοξοι άνθρωποι και ελπίζουμε ότι στον επόμενο χρόνο τα πράγματα θα έχουν αλλάξει. Οπωσδήποτε πήραμε ρίσκο αλλά πιστεύουμε ότι σύντομα θα βελτιωθεί η κατάσταση. Ελπίζω ότι τα χειρότερα πέρασαν και από τώρα και στο εξής θα οδεύουμε προς το καλύτερο.
Με ποια κριτήρια καταλήξατε στην επιλογή του συγκεκριμένου ακινήτου;
Στο Ακτή έχουμε μεγαλώσει, πηγαίναμε τα Σαββατοκύριακα με τους γονείς μας, είναι ένα σημείο που λατρεύουμε από μικρά παιδιά. Όταν πριν δύο χρόνια μάθαμε ότι κλείνει και οδεύει προς ενοικίαση ξανά, αμέσως κάναμε τα πρώτα σχέδια. Είχαμε ήδη ανοίξει και το Krabo, έχοντας πάρει θετικά σχόλια για το πρώτο μας ουσιαστικά άνοιγμα εκτός ξενοδοχείου. Είναι ακίνητο πάνω στη θάλασσα και θεωρούμε ότι μακροπρόθεσμα δεν μπορεί να πάει κάτι άσχημα. Θεωρώ επίσης ότι το σημείο αυτό έχει πολύ θετική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο ότι το Ακτή πήγε πάρα πολύ καλά στο παρελθόν, βρίσκεται πάνω στο κύμα και κοιτάει τη Δύση. Όλη η Αθήνα κατέβαινε κάποτε να φάει ψάρι στο Ακτή. Από κάποια στιγμή και μετά έκανε τον κύκλο του και γι’ αυτό χρειάζεται μια επανεκκίνηση και έναν εκμοντερνισμό. Πιστεύω ότι εκεί δεν μπορεί να πάει κάτι άσχημα.
Πώς σκέφτεστε το νέο χώρο στη Βουλιαγμένη;
Σε όνομα δεν έχουμε καταλήξει ακόμα, αυτό που έχουμε αποφασίσει είναι ότι η κουζίνα θα είναι βασισμένη στο ψάρι. Είμαστε δίπλα στη θάλασσα και στο μόλο οπότε δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις για το χαρακτήρα του νέου καταστήματος. Θα είναι ένα εστιατόριο για ψάρι, δεν θα μοιάζει με το Krabo που εκτείνεται στην παραλία. Θα είναι όπως και το παλιό Ακτή αλλά αναβαθμισμένο, ένα εστιατόριο του 2020.
Το αποτέλεσμα της πρόσφατης δημοπρασίας έγινε δεκτό με ιδιαίτερα θετικά σχόλια από την τοπική κοινωνία. Ποια θα είναι η διαφορά του Βουλιαγμενιώτη επιχειρηματία;
Εγώ κι ο αδερφός μου ζούμε εδώ, ο παππούς μας, Γιάγκος Σταυρίδης, ήρθε στη Βουλιαγμένη το 1957 και το 1960 άνοιξε το ξενοδοχείο Margi House. Έχουμε μεγαλώσει εδώ, εμείς, η μητέρα μας και τώρα μεγαλώνουμε εδώ τα παιδιά μας. Πραγματικά λατρεύουμε την περιοχή και πιστεύω ότι από τη στιγμή που ζει κανείς σε έναν τόπο, κάθε τι που κάνει σκοπεύει στο να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τη δική του και παράλληλα του συνόλου.
Συμφωνείτε με το κόνσεπτ της «αθηναϊκής ριβιέρας»;
Η σύλληψη και η ιδέα της «αθηναϊκής ριβιέρας» που κυκλοφορεί την τελευταία δεκαετία είναι κάτι πολύ εύστοχο. Είναι μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία για τον τουρισμό γιατί έχει ενοποιήσει από τη σκοπιά του μάρκετινγκ έναν μεγάλο γεωγραφικό χώρο που μέχρι πρότινος ήταν κατακερματισμένος και πλέον οι επισκέπτες από το εξωτερικό χρησιμοποιούν αυτό τον όρο, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό. Το Athens Riviera βρίσκεται πλέον στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Είναι μια περιοχή που τα τελευταία χρόνια πηγαίνει από το καλό στο καλύτερο.
Η Βουλιαγμένη προσέλκυσε σημαντικές επενδύσεις το τελευταίο διάστημα. Πώς τις αξιολογείτε;
Η επένδυση που έγινε στον Αστέρα Βουλιαγμένης και η μαρίνα που θα γίνει τώρα είναι από τις πολύ θετικές εξελίξεις για την περιοχή. Ό,τι γίνεται στην πόλη μας και είναι μετρημένο, μελετημένο και έχει την τοπική κοινωνία μέσω του Δήμου να κρατά τον έλεγχο, προσωπικά το βλέπω θετικά. Ό,τι αλλάζει από το παλιό στο καινούργιο, με ανθρώπους που έχουν καλές προθέσεις, ιδέες και γνώση είναι πιστεύω θετικό. Αυτό που βλέπω αρνητικά είναι η ακατάσχετη δόμηση. Αυτό με φοβίζει, το μπετόν. Το μπετόν δεν αλλάζει ποτέ. Εδώ είχαμε την τύχη και ο προηγούμενος Δήμαρχος, ο Γρηγόρης Κασιδόκωστας και ο σημερινός Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, σε αυτό το κομμάτι να μας έχουν σώσει γιατί και οι δύο έχουν αυτή την ευγενή τρέλα με την περιοχή και τη φυσιογνωμία της. Εστιάζουμε λοιπόν μόνο σε ό,τι προϋπήρχε για να αναβαθμιστεί. Αυτή είναι η περίπτωση του Ακτή, του Krabo και της μαρίνας, μεταξύ άλλων. Βλέπουμε το πράσινο να μας κατακλύζει, έχουμε τη θάλασσά μας, κρατάμε τη δομή και δεν προσθέτουμε μπετό, αλλάζοντας ό,τι πρέπει να αλλάξει. Αυτή είναι μια θετική και μόνο εξέλιξη κατά τη γνώμη μου. Η Βουλιαγμένη πλέον έχει αρχίσει και γίνεται τόπος μόνιμης κατοικίας για όλο και περισσότερους αντί για παραθεριστικό σημείο που ήταν παλιότερα. Έλληνες από άλλες περιοχές, πολίτες του εξωτερικού. Αυτό είναι καλό. Φυσικά δεν παύω να αισθάνομαι ότι ζούμε ακόμα σε ένα χωριό. Και μ’ αρέσει πολύ αυτή αίσθηση, ειδικά τ“ώρα στην καραντίνα.
Μιλάτε με όλο τον κόσμο. Ποια είναι η εικόνα της Βουλιαγμένης στο εξωτερικό;
Η Βουλιαγμένη ουσιαστικά είναι ένα μέρος που τώρα ανακαλύπτει ξανά ο κόσμος. Είχε γνωρίσει δόξες πριν από κάποιες δεκαετίες και τώρα ουσιαστικά ξανασυστήνεται. Όσοι έρχονται μαγεύονται με το μέρος. Είναι ένας τόπος που αναγνωρίζεται ως ένας από τους ομορφότερους για να ζει κανείς. Είναι τόσο κοντά σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα όπως η Αθήνα και παράλληλα βρίσκεσαι σε ένα μέρος που μοιάζει με νησί. Η εικόνα της Βουλιαγμένης λοιπόν αλλάζει προς το καλύτερο. Γίνεται σιγά σιγά κύριος προορισμός στην τουριστική κίνηση και ειδικά φέτος λόγω της πανδημίας την γνώρισε πολύς καινούργιος κόσμος. Επισκέπτες που προορίζονταν υπό άλλες συνθήκες για Μύκονο και Σαντορίνη επειδή η Βουλιαγμένη είναι πολύ κοντά στο αεροδρόμιο, σε νοσοκομεία και άλλες υποδομές την γνώρισε πολύς καινούριος κόσμος και εντυπωσιάστηκε. Η «αθηναϊκή ριβιέρα» πιστεύω ότι είναι η νέα τάση, όλοι εδώ θα έρχονται και θα θέλουν να κάνουν δουλειές. Είναι πάρα πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου όσοι έρχονται να ανοίξουν επιχειρήσεις εδώ πρώτον, να έχουν μακροπρόθεσμο ορίζοντα και δεύτε- ρον σεβασμό –αν όχι λατρεία όπως εμείς– για τον τόπο. Σε διαφορετική περίπτωση, η επιδίωξη του γρήγορου κέρδους θα αφήσει βαθιά σημάδια στην περιοχή, δύσκολα θα μαζεύεται μετά. Γι’ αυτό και χρειάζονται δημοτικές αρχές με πυγμή και αγάπη για τον τόπο, όπως η σημερινή.
Το Margi είναι ένα κομμάτι από την ιστορία της Βουλιαγμένης. Τι ανα- μνήσεις έχετε από το ξενοδοχείο;
Ο παππούς μας ξεκίνησε το ξενοδοχείο ως Margi House, όπως το θυμούνται οι παλιοί Βουλιαγμενιώτες. Η ονομασία αυτή άλλαξε σε The Margi από το 1995 όταν αναμορφώθηκε όλο το κτήριο από τον πατέρα μας τον Στέλιο Αγιοστρατίτη που είναι αρχιτέκτονας. Το όνομα Margi House, προέκυψε από το όνομα της μητέρας μας Μαρίας και της θείας μας Τζίνας και το έλεγε House διότι ήταν 18 διαμερίσματα. Τα χρησιμοποιούσαν ως παραθεριστικές κατοικίες καλές οικογένειες από τα βόρεια προάστια και το κέντρο που περνούσαν εδώ τα καλοκαίρια τους. Τη δεκαετία του ’70 με την έκρηξη του τουρισμού ουσιαστικά μετατράπηκε σε ξενοδοχείο. Όταν γεννήθηκα εγώ, το 1982 και μέχρι το 1995, ήταν ένα κλασικό τετράστερο τουριστικό ξενοδοχείο με σημαίες στην είσοδο, ελληνικές βραδιές και έντονη ζωή. Έχουμε την τύχη ο πατέρας μας να είναι αρχιτέκτονας, ενώ η μητέρα και η θεία μας είχαν πάντα πολύ ανεπτυγμένη αισθητική, και με τη μεγάλη ανακαίνιση του 1995 άλλαξε τελείως μορφή, έγινε ένα boutique ξενοδοχείο με άλλη φιλοσοφία. Βέβαια, από τότε που μπορώ να θυμηθώ δεν υπάρχει μια χρονιά που να μη γίνεται κάποια ανακαίνιση στο ξενοδοχείο. Τότε ξεκινήσαμε να διαφοροποιούμαστε και στο κομμάτι του επισιτισμού, στήνοντας το δικό μας εστιατόριο, αρχικά με το Café Tabac και αργότερα με το Malabar. Ξέρετε, οι περισσότεροι ξενοδόχοι θεωρούν την εστίαση το πιο δύσκολο κομμάτι να ασχοληθούν και το χαμηλότερο σε απόδοση. Εμείς αντίθετα με τον αδερφό μου αγαπήσαμε πολύ το κομμάτι αυτό, επενδύσαμε και το αναδείξαμε και γι’ αυτό και το Malabar ήταν από τα επιτυχημένα εγχειρήματα και σε πελάτες εκτός ξενοδοχείου. Έχουμε την τύχη στην οικογένεια να συνεχίζουμε μαζί με τον αδερφό μου ο οποίος είναι και ο αρχιτέκτονας πίσω από όλα τα έργα μας, όπως η δημιουργία του Krabo η αναβάθμιση του Margi καθώς και τώρα το Aκτή.
Η ιδέα της φάρμας πώς γεννήθηκε;
Γενικά ό,τι κάνουμε πρέπει να αρέσει πρώτα σε μας, σκεφτόμαστε στη δουλειά μας ως πελάτες. Την ιδέα της φάρμας την επεξεργαζόμασταν πολλά χρόνια και ξεκίνησε από μια επιθυμία της μητέρας μας που πάντα είχε μια ιδιαίτερη προτίμηση στη μεσογειακή διατροφή και έγνοια για την υγεία. Αρχικά λοιπόν λέγαμε ότι θέλαμε ένα μποστάνι με δικά μας λαχανικά για να τροφοδοτείται η οικογενειακή κουζίνα. Βρήκαμε το 2014 μια εξαιρετική έκταση στα Καλύβια που είχε ελιές, αμπέλι και δική της γεώτρηση και ήταν μια μεγάλη ευκαιρία. Αποφασίσαμε λοιπόν ότι θα αναλάβουμε τη φάρμα, θα τρώμε ως οικογένεια, θα έχουμε προϊόντα για το ξενοδοχείο και ίσως την δείχνουμε σε κάποιους επισκέπτες μας ως παράδειγμα της ελληνικής γεωργίας. Φτιάξαμε λοιπόν έναν εξωτερικό στεγασμένο χώρο με ανοιχτή κουζίνα και ξυλόφουρνο και ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι. Ξεκινήσαμε πρώτα με φίλους και κάποιους πελάτες και είδαμε ότι έχει μεγάλη απήχηση. Έγινε λοιπόν ένας νέος χώρος όπου φιλοξενούμε μια εμπειρία, που την ονομάζουμε «από τη φάρμα στο πιρούνι» και προσελκύει εκτός από τους δικούς μας επισκέπτες, πελάτες από την Αθήνα και τα κεντρικά ξενοδοχεία της Αττικής. Με τον farm manager οι επισκέπτες μαζεύουν λαχανικά, αυγά, τα μαγειρεύουν μαζί και κάνουν τραπέζια.