Δεν είναι απλώς ένα ιστορικό κατάστημα, είναι η παλαιότερη σωζόμενη επιχείρηση της Βουλιαγμένης η οποία, με μόνη εξαίρεση το αναγκαστικό διάλειμμα που έφερε η γερμανική κατοχή, βρίσκεται για 130 χρόνια διαρκώς σε λειτουργία. Ο «Λάμπρος» κλείνει μέσα στις εντυπωσιακές πέτρινες κολώνες που τον στηρίζουν από το 1889 κάτι από την ψυχή της Βουλιαγμένης: Την αλμύρα της θάλασσας που σκάει λίγα μέτρα κάτω από τα τραπέζια, τον ήλιο που δύει πίσω από το Λαιμό, την κοσμικότητα που θα τραβά για πάντα φανατικούς επισκέπτες από την Αττική, την Ελλάδα και όλη την υφήλιο.
Αδιάψευστος μάρτυρας για τη μακρά ιστορία του καταστήματος είναι μια εντυπωσιακή μαρμάρινη επιγραφή που χάραξε η ιδιοκτήτρια του χώρου Μονή Πετράκη για την κατασκευή του καταστήματος και του οικιστικού συγκροτήματος που τότε αυτό εξυπηρετούσε.
«Εν ονόματι της Αγίας Τριάδος σωτηρίω έτει ΑΩΠΘ (1889), βασιλεύοντος Γεωργίου του Α’, Χαριλάου Τρικούπη πρωθυπουργούντος, τη εγκρίσει του επί των εκκλησιαστικών Υπουργού Παναγιώτου Μανέτα, το Ηγουμενοσυμβούλιον της Ιεράς Μονής Ασωμάτων η Πετράκη […] ανήγειρε δαπάναις της Μονής το πρώτον εν Βουλιαγμένη της Βάρης του Δήμου Κρωπίας καφεστιατόριον, ΙΙ διορόφους οικοδομάς, ΧΧΧ (30) δωμάτια και ΧΧΧΙΙ (32) λουτήρας, κατεσκεύασε δε την προς τους λουτήρας αμαξιτήν οδόν μετά γέφυρας».

Το κατάστημα ήταν το συμπλήρωμα της πρώτης οργανωμένης παραθεριστικής εγκατάστασης της Βουλιαγμένης που περιελάμβανε τρία μακρόστενα συγκροτήματα των δέκα δωματίων με κοινές κουζίνες και εξωτερικά κοινά αποχωρητήρια και ακόμη δύο διώροφα σπίτια τα οποία τη δεκαετία του 1920 μετατράπηκαν στο ξενοδοχείο «Ακτή». Μόνο το «καφεστιατόριον» άντεξε στο πέρασμα του χρόνου.
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Κουτσογιάννη (στο βιβλίο του Παληά Βουλιαγμένη, έκδοση της Κοινότητας Βουλιαγμένης, 1984, σελ. 71-73) πριν το κατάστημα περάσει στα χέρια των αδερφών Λουκά και Κώστα Λάμπρου το 1935, υπήρξαν διάφοροι μισθωτές. Ο συγγραφέας θυμάται τον Γεράσιμο Αποστολάτο, τον Αριστομένη Μουρίκα ή Μόρρισον και έναν από τους πιο ιδιόρρυθμους μάλλον ανθρώπους που πέρασαν από τη Βουλιαγμένη, τον Κωνσταντίνο Αυγερινό, έναν ομογενή από την Αιθιοπία.
Ο Αυγερινός χρησιμοποιούσε ως σπίτι ένα μέρος του καταστήματος και το χειμώνα συνήθιζε να θανατώνει τις γάτες της περιοχής για να παίρνει τα τομάρια τους που τα κρεμούσε «για να στεγνώσουν επιδεικτικώτα» και μετά τα έστρωνε για ζεστασιά στο υπνοδωμάτιό του. «Οι κυρίες όταν έβλεπαν αυτό το θέαμα τρεπόντουσαν σε φυγή, αλλά αυτός τέτοια δεν χαμπάριζε» σημειώνει καυστικά ο Δημήτρης Κουτσογιάννης. Οι αδερφοί Λάμπρου έγιναν αρχικά συνέταιροι με τον Αυγερινό, ο οποίος μετά την κατοχή εγκατέλειψε την επιχείρηση και επέστρεψε στην Αιθιοπία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η γερμανική κατοχή πλήγωσε βαθιά τη Βουλιαγμένη από την άνοιξη του 1941. Ο «Λάμπρος» ήταν ένα από τα οικήματα που οι κατακτητές επέταξαν μαζί με το Ορφανοτροφείο, σταματώντας βίαια τη λειτουργία του. Σύμφωνα με τις αναμνήσεις της οικογένειας Λάμπρου, ο Γερμανός επικεφαλής διέταξε την εκκένωση του οικήματος για να παραδοθεί άδειο. Τα αδέρφια Λάμπρου φόρτωσαν τα υπάρχοντά τους σε ένα φορτηγό και ετοιμάστηκαν να παραδώσουν το μαγαζί, μεταφέροντας στο Μοναστηράκι τη δραστηριότητά τους.
Πρώτο μέλημα των Γερμανών ήταν το γενικό ασβέστωμα του κτηρίου και οι επισκευές. Ο Λουκάς Λάμπρου, σε μια πολύτιμη εκδήλωση ιστορικής συνείδησης, αντιλήφθηκε ότι η μαρμάρινη επιγραφή του 1889 κινδύνευε και έσπευσε να την αποκαθηλώσει με μια σκάλα από τον τοίχο όπου είχε αρχικά τοποθετηθεί και έπειτα την έκρυψε στο υπόγειο, σκεπάζοντάς την με μπάζα και χώματα.
Την απελευθέρωση της χώρας και την αποχώρηση των Γερμανών ακολούθησε η μάχη της Αθήνας, τον Δεκέμβριο του 1944, ένας απόηχος της οποίας έφτασε και στη Βουλιαγμένη με το παραλιακό κατάστημα να καταστρέφεται από φωτιά ολοσχερώς. Τα αδέρφια Λάμπρου ξεκίνησαν από την αρχή και έκαναν μια νέα εκκίνηση στην ελεύθερη πια μεταπολεμική Ελλάδα ξαναστήνοντας το κατάστημα. Η επιγραφή ξεθάφτηκε και αναστηλώθηκε στην παλιά της θέση. Σήμερα κοσμεί την είσοδο του καταστήματος, σύμβολο μιας βαριάς κληρονομιάς για τους νεότερους και επιβλητικό σημάδι για την ιστορία της περιοχής.
Τα αδέρφια Λάμπρου παρέδωσαν τα μυστικά της παραδοσιακής κουζίνας και του φρέσκου ψαριού στα παιδιά τους, Δημήτρη, Γιώργο και Μαρία. «Αυτό το μαγαζί κάθε άλλο παρά λέγεται μοντέρνο, πρέπει όμως να ομολογήσωμε ότι όπως διατηρείται, έχει το δικό του χαρακτήρα, το δικό του χρώμα και γι’ αυτό είναι το κάτι άλλο, το ασυνήθιστο», περιέγραφε τον «Λάμπρο» το 1984 ο Δημήτρης Κουτσογιάννης.
Οι δεκαετίες πέρασαν, η Βουλιαγμένη εξελίχθηκε από ειδυλλιακή και δυσπρόσιτη εξοχή σε μια από τις ομορφότερες και διάσημες γωνιές της Ευρώπης, και το «καφεστιατόριον» του 19ου αιώνα μπήκε στη σύγχρονη εποχή με το όνομα της επιχείρησης να απλοποιείται κατά τα χρόνια που πέρασαν στην ονομαστική, «Λάμπρος». Η τρίτη γενιά της οικογένειας, τα παιδιά του Δημήτρη, ανέλαβαν πλέον το ιστορικό πια κατάστημα έχοντας ένα διπλό βάρος: Να ανταποκριθούν στο βαρύ όνομα και στις μεγάλες απαιτήσεις μιας πιστής πελατείας και ταυτόχρονα να προσαρμοστούν στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον της εστίασης.