Κωνσταντέλλος: Ενωμένοι κρατάμε πράσινη τη Βουλιαγμένη

Ο Δήμος απαλλοτριώνει χωρίς αποζημίωση μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας

Τις τελευταίες «ανάσες» ελεύθερων και αδόμητων εκτάσεων που σήμερα διαμορφώνουν τη Βουλιαγμένη σε ένα πράσινο και μοναδικού φυσικού κάλλους προάστιο, επιχειρεί να διαφυλάξει από την επαπειλούμενη άμεση προοπτική οικοδόμησης, η δημοτική διοίκηση του Γρηγόρη Κωνσταντέλλου. Με απόφασή του την Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021 το Δημοτικό Συμβούλιο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης αποφάσισε ομόφωνα να επανεπιβάλει ρυμοτομική απαλλοτρίωση σε ακίνητα που φέρεται να κατέχει η Εκκλησία της Ελλάδος έκτασης 288 στρεμμάτων τα οποία μέχρι σήμερα παραμένουν αδόμητα παρά τις επίμονες από το 2001 νομικές προσπάθειες της Εκκλησίας να τα αξιοποιήσει οικοδομικά.

Όπως τόνισε η επικεφαλής της νομικής ομάδας του Δήμου που συνέταξε τη σχετική επιχειρηματολογία, καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου του Περιβάλλοντος στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, Γλυκερία Σιούτη, κατά τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για το θέμα ο Δήμαρχος στις 22 Ιουλίου στο κέντρο της Αθήνας, η απόφαση αυτή του Δημοτικού Συμβουλίου δεν είναι απλώς μια πολιτική θέση, αλλά και «εκπλήρωση της συνταγματικής υποχρέωσης των δημοτικών αρχών να προστατεύουν το περιβάλλον και να καθιστούν εφαρμόσιμη την προστασία που επιτάσσει το άρθρο 24 του Συντάγματος». Κατ’ αυτό τον τρόπο, επρόκειτο για μια ιστορική απόφαση.

Η Εκκλησία παίρνει πίσω όσα αρχικά έδωσε

Ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος απέκτησε την κυριότητα των εκτάσεων που κατέχει σήμερα στη Βουλιαγμένη βρίσκεται στο επίκεντρο του νομικού σκεπτικού της απόφασης για επανεπιβολή της απαλλοτρίωσης. Τα 288 στρέμματα που η δημοτική αρχή Κωνσταντέλλου διεκδικεί με νέο νομικό οπλοστάσιο να παραμείνουν αδόμητα είναι οι ίδιες ακριβώς εκτάσεις που οι παλιές διοικήσεις του Πατρίκιου Καραγεώργου και του Γρηγόρη Κασιδόκωστα με 7 διαδοχικές τους αποφάσεις από το 1981 ως το 1988 δέσμευσαν ως χώρους κοινόχρηστου πρασίνου και κοινωφελών λειτουργιών. Πρόκειται για τα ίδια οικόπεδα που ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης από το 2012 μέχρι σήμερα αρνείται να ρυθμίσει πολεοδομικά, δηλαδή να χαράξει οικοδομικές γραμμές και να καθορίσει όρους δόμησης και χρήσεις γης.

Γλυκερία Σιούτη

Η νέα νομική προσέγγιση έπιασε το νήμα της υπόθεσης από αρχή του, δηλαδή από τη σύμβαση την οποία σύναψαν η Εκκλησία και το Δημόσιο το 1951 ώστε η Βουλιαγμένη να ενταχθεί στο σχέδιο πόλης. Στη συμφωνία αυτή, που έλαβε το όνομά της από τον συμβολαιογράφο ενώπιον του οποίου υπεγράφη και έμεινε στην ιστορία ως «Σύμβαση Κατσαφαρόπουλου» και δημοσιεύθηκε ως Βασιλικό Διάταγμα την ίδια χρονιά, καθορίστηκε ποιο κομμάτι της Βουλιαγμένης –που αποτελούσε στο σύνολό της σχεδόν ιδιοκτησία της Εκκλησίας– θα αξιοποιείτο οικιστικά και ποιο κομμάτι θα παρέμενε αδόμητο για κοινόχρηστες και κοινωφελείς χρήσεις.

Σε αυτό το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο της Βουλιαγμένης τα δύο μέρη, Εκκλησία και Δημόσιο, συμφώνησαν ότι 1.120 στρέμματα της πόλης θα αποτελούσαν τους οικοδομήσιμους χώρους, 903 στρέμματα θα προορίζονταν για κοινόχρηστους χώρους (δρόμους, πλατείες, άλση κ.λπ.) από τα οποία η Εκκλησία παραιτήθηκε από κάθε εμπράγματο δικαίωμα και άλλη αποζημίωση και 1.008 στρέμματα που χαρακτηρίστηκαν ως ελεύθεροι από δόμηση κοινόχρηστοι χώροι, επί των οποίων όμως κράτησε την ψιλή κυριότητα παραιτούμενη πάντως από οποιαδήποτε αξίωση αποζημίωσης.

Σύμφωνα με αυτή τη «ληξιαρχική πράξη γέννησης» της Βουλιαγμένης ως οργανωμένης πόλης, αξιοποιήσιμο οικιστικά – οικοδομικά ήταν το 37% της έκτασής της και το 63% παρέμενε αδόμητο για κοινόχρηστους χώρους. Στην κατηγορία των 903 στρεμμάτων για κοινόχρηστους χώρους (που εμφανίζονται στους χάρτες με κίτρινο χρώμα) περιλαμβάνονται η πλαζ, ο λόφος των ΛΟΚ και η ευρύτερη έκταση του γηπέδου της «Δόξας», ενώ στη δεύτερη κατηγορία των 1.008 στρεμμάτων αδόμητης έκτασης (που εμφανίζονται στους χάρτες με πράσινο χρώμα) περιλαμβάνεται όλη η χερσόνησος του Αστέρα και το Μεγάλο Καβούρι.

Ωστόσο, αυτό το ιδανικό περιβαλλοντικό ισοζύγιο μεταξύ δομημένων και αδόμητων χώρων 37%-63% άλλαξε σταδιακά και επανειλημμένα, με πρωτοβουλία της Εκκλησίας, εις βάρος των ελεύθερων χώρων και υπέρ των οικοδομήσιμων.

Όπως αποκάλυψε η νομική διερεύνηση του ζητήματος, η Εκκλησία εκμεταλλεύτηκε έναν φιλοπεριβαλλοντικό όρο της αρχικής σύμβασης Κατσαφαρόπουλου για να αυξήσει την περιουσία της μετά το 1951. Ο όρος ήταν: Αν για οποιοδήποτε λόγο κάποιοι από τους κοινόχρηστους χώρους έχαναν τον χαρακτήρα τους, τότε αυτοδικαίως θα επανέρχονταν κατά πλήρη κυριότητα στην Εκκλησία. Και ενώ η ρήτρα αυτή τέθηκε με στόχο να αποτρέψει τη δημοτική ή κεντρική διοίκηση από το να αποχαρακτηρίσει τους ελεύθερους χώρους, τελικώς ήταν η Εκκλησία εκείνη που ως επισπεύδουσα πίεσε το κράτος να προχωρήσει σε αυτούς τους αποχαρακτηρισμούς.

Με διαδοχικές πράξεις τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου από το 1953 και έπειτα, προστέθηκαν νέα οικοδομικά τετράγωνα στη Βουλιαγμένη και συγκεκριμένα στο Μικρό και το Μεγάλο Καβούρι με ιδιοκτήτρια την Εκκλησία που τα αξιοποίησε οικοδομικά ή τα πούλησε. Έτσι, από τα 1.120 αρχικά στρέμματα οικοδομήσιμου χώρου, η πόλη έφτασε τα 1.682 στρέμματα (μια αύξηση κατά 562 στρέμματα).

Άμυνα στην ανεξέλεγκτη δόμηση


Το ισοζύγιο που προέβλεπε το 1951 η «ληξιαρχική πράξη γέννησης» της Βουλιαγμένης από τη Σύμβαση Κατσαφαρόπουλου διολίσθησε μέχρι το 1981 υπέρ των οικοδομήσιμων χώρων, με πρωτοβουλία της Εκκλησίας να αυξήσει την αξιοποιήσιμη ιδιοκτησία της. Το 2021 η δημοτική αρχή διεκδικεί το επίμαχο κομμάτι των εκτάσεων που τη δεκαετία του 1980 δέσμευσαν οι διοικήσεις Καραγεώργου – Κασιδόκωστα να μην προστεθεί στις οικοδομήσιμες εκτάσεις αλλά στις κοινόχρηστες.

Ήταν αυτή η επεκτατικότητα της Εκκλησίας στις εκτάσεις που αφαιρούσε από τους ελεύθερους χώρους της Βουλιαγμένης και προσέθετε στο χαρτοφυλάκιο των ακινήτων της, που κινητοποίησε αρχικά την κοινοτική διοίκηση Καραγεώργου και κατόπιν τη δημοτική αρχή Κασιδόκωστα να αμυνθούν, κηρύσσοντας απαλλοτριώσεις σε όσα οικόπεδα παρέμεναν ακόμη αδόμητα.

«Δεν αναζητούσαν περισσότερο χώρο, αλλά να πάρουν πίσω μέρος αυτού που έχασαν», όπως το έθεσε ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος στη συνέντευξη Τύπου μιλώντας για τους προκατόχους του στη Βουλιαγμένη. Οι απαλλοτριώσεις αυτές επιχείρησαν να εξισορροπήσουν μερικώς το περιβαλλοντικό ισοζύγιο μεταξύ αδόμητων και προς δόμηση χώρων και γλίτωσαν από τα μπετά και την ανοικοδόμηση 288 στρέμματα μέχρι σήμερα.

Με δικαστικές μάχες που σε επίπεδο εφετείου την δικαίωσαν, η Εκκλησία από το 2001 διεκδικεί την επαναφορά των οικοπέδων αυτών στο καθεστώς της οικοδομήσιμης έκτασης. Η τελευταία απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που εισηγείται την επανεπιβολή απαλλοτρίωσης σε αυτά, ώστε να μη δομηθούν ποτέ, πλέον τίθεται σε νέα νομική βάση η οποία αν γίνει δεκτή από την ελληνική ή ευρωπαϊκή δικαιοσύνη, όπου είναι αποφασισμένος να προσφύγει ο Δήμος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης, τότε αποκαθίσταται εν μέρει το διασαλευθέν περιβαλλοντικό ισοζύγιο. Συγκεκριμένα, αντί για δόμηση του 55% των επιφανειών της Βουλιαγμένης, θα έχουμε 46%, όταν η αρχική αναλογία του 1951 ήταν 37%. Η συγκεκριμένη ωστόσο νομική προσέγγιση θίγει καίρια το ζήτημα της αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση, που δεν άγγιξαν οι προηγούμενες αποφάσεις της Κοινότητας και του Δήμου Βουλιαγμένης.

Η αποζημίωση έχει προκαταβληθεί

Όπως αναπτύσσεται στην 20 σελίδων απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και ανέφερε συνοπτικά η καθηγήτρια Γλυκερία Σιούτη κατά τη συνέντευξη που παραχώρησε η δημοτική αρχή στα κεντρικά μέσα ενημέρωσης, δεν οφειλόταν ποτέ αποζημίωση προς την Εκκλησία για τις απαλλοτριώσεις της δεκαετίας του ‘80. Όπως τόνισε, η απαλλοτρίωση παίρνει χαρακτήρα αποκατάστασης του περιβαλλοντικού ισοζυγίου «εφόσον η σύμβαση προβλέπει περιβαλλοντικό ισοζύγιο, εφόσον προβλέπει παραίτηση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε περαιτέρω αποζημίωση και εφόσον η αρχή του περιβαλλοντικού ισοζυγίου από το 1975 και έπειτα με το άρθρο 24 του νέου Συντάγματος έχει και συνταγματικό έρεισμα».

Όπως συμπλήρωσε, με την ένταξη των 562 στρεμμάτων στην ιδιοκτησία της, η Εκκλησία έχει ήδη λάβει αποζημίωση σε γη για οποιονδήποτε επαναχαρακτηρισμό χώρων ως κοινόχρηστων γίνει στο μέλλον. «Η αποζημίωση έχει δοθεί και μάλιστα έχει προκαταβληθεί. Επομένως, με την επανεπιβολή που έχει αποφασίσει τώρα ο Δήμος, όχι μόνο δεν οφείλεται καταβολή χρηματικής αποζημίωσης για να συντελεστεί η απαλλοτρίωση, αλλά στην πραγματικότητα παραμένει έλλειμμα περιβαλλοντικού ισοζυγίου της τάξεως των 274 στρεμμάτων», είπε η καθηγήτρια.

Επιπλέον επιχείρημα της δημοτικής αρχής για την προστασία των εν λόγω εκτάσεων από τη δόμηση είναι ότι στο μεγαλύτερό τους ποσοστό είναι δασικές εκτάσεις. «Ναι μεν εντάχθηκαν έχοντας δασικό χαρακτήρα στο σχέδιο πόλης το 1951, όμως έκτοτε και ιδίως μετά το 1975 με το άρθρο 24 του Συντάγματος και τη βάσει αυτού νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι χώροι στο μέτρο που είναι δασοσκεπείς δεν μπορούν να τύχουν οικιστικής αξιοποίησης», όπως εξήγησε η Γλυκερία Σιούτη.

Για την πραγματική σημερινή και διαχρονική κατάσταση των συγκεκριμένων οικοπέδων, ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος επικαλέστηκε μια εξαντλητική μελέτη περίπου 1.000 σελίδων δασολογικής αξιολόγησης που εκπόνησε για τον Δήμο το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητας την περίοδο 2017-19.

Προφανώς, η μεγάλη αυτή πρωτοβουλία του Δήμου που απαίτησε πολύχρονη προετοιμασία, δεν σχετίζεται με την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσιοποίησε στις 9 Μαρτίου 2021 η ΕΚΥΟ για «πολεοδομικώς ατακτοποίητες» εκτάσεις που φέρεται να κατέχει. «Είναι ένα καθαρά τυχαίο γεγονός» σχολίασε ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ενώ η κ. Σιούτη διευκρίνισε ότι αν η πρόσκληση καταλήξει σε διενέργεια διαγωνισμού, κατά των αποτελεσμάτων του έχει κάθε έννομο συμφέρον να προσφύγει ο Δήμος.

Πλέον η απόφαση περί απαλλοτρίωσης οδεύει στο Υπουργείο Περιβάλλοντος προς έγκριση, με την ηγεσία του οποίου η δημοτική αρχή υποστήριξε ότι έχουν ήδη γίνει προκαταρκτικές επαφές. Σε περίπτωση απόρριψης ή σιωπηλής απόρριψης της απόφασης, ο Δήμος ετοιμάζεται να προσφύγει σε όλες τις βαθμίδες της δικαιοσύνης και φυσικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ωστόσο, ο Γρηγόρης Κωνσταντέλλος διαμηνύει ότι η προσπάθεια του Δήμου δεν θα εξαντληθεί στην ελληνική δικαιοσύνη και θα αποτανθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αν οι θέσεις του Δήμου δεν δικαιωθούν.