Η ιστορία της οθωμανικής και φραγκικής κυριαρχίας
Τα πιο «ιερά» κομμάτια της ελληνικής ιστορίας, όπως τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας και η Επανάσταση, καλύπτονται από ένα παραμορφωτικό πέπλο που τοποθέτησε η σχολική προσέγγιση της ιστορίας και η εθνική «μυθολογία» που αυτή καλλιέργησε. Αυτή η θέση αγαπά τις απλουστευτικές διχοτομήσεις και αποφεύγει την ερμηνεία των αντιφάσεων και της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τα γεγονότα.
Το πιο «σκοτεινό» από την άποψη της ύπαρξης πηγών κομμάτι της ιστορίας, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι την έναρξη της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης, συνήθως αντιμετωπίζεται με αυτό τον παραμορφωτικό φακό των βολικών αντιθέσεων: Σκλαβιά / ελευθερία, Έλληνας / Τούρκος, χριστιανισμός / ισλαμισμός κ.ο.κ. Η επέτειος των 200 ετών από την έναρξη ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους έδωσε αφορμή για τη συγγραφή κάποιων πρωτότυπων και σύγχρονων ιστορικών έργων, ένα από τα οποία φωτίζει ακριβώς τις αθέατες πτυχές των «άγνωστων αιώνων», όπως δηλώνεται στον υπότιτλό του. Το Ελλάδα 1453-1821 του Βρετανού Ντέιβιντ Μπρούερ από τις εκδόσεις Πατάκη έχει θέση σε κάθε απροκατάληπτη βιβλιοθήκη, ως ευσύνοπτη, πρωτότυπη, διεισδυτική και απομυθοποιητική εργασία που βοηθά με τα εργαλεία της αλήθειας την εθνική αυτογνωσία.
Μια ευσύνοπτη, πρωτότυπη, διεισδυτική και απομυθοποιητική εργασία που βοηθά με τα εργαλεία της αλήθειας την εθνική αυτογνωσία
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της συγκεντρωτικής αυτής μελέτης των 400 περίπου σελίδων είναι η ολιστική προσέγγιση του χώρου που καταλάμβανε το ελληνικό στοιχείο μετά την καταστροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και πριν τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Γεωγραφικά αυτός ο χώρος εκτείνεται εκτός από τη σημερινή μητροπολιτική Ελλάδα και στην Κύπρο αλλά και στις ελληνικές κοινότητες της βόρειας Ευρώπης και των Βαλκανίων. Ιστορικά αυτό έχει σημασία διότι η υποδούλωση των Ελλήνων κατά τα μεσαιωνικά χρόνια δεν ήταν αποκλειστικό οθωμανικό προνόμιο, αντιθέτως τόσο η Βενετία όσο και η Γένοβα άσκησαν κυριαρχικές εξουσίες.
Ο συγγραφέας σε πολλές περιπτώσεις συγκρίνει την οθωμανική με την φραγκική κυριαρχία, κρίνοντας ανά περίπτωση. Με αφορμή των διωγμό των Εβραίων το 1492 από την Ισπανία και την καταφυγή τους στα οθωμανικά εδάφη, ο συγγραφέας εκτιμά ότι διαφαίνεται η μουσουλμανική ανεκτικότητα έναντι των χριστιανικών διώξεων, στάση που τελικά εξυπηρέτησε το συμφέρον της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Η ψύχραιμη θεώρηση του Ντέιβιντ Μπρούερ για τη σημερινή φόρτιση των Ελλήνων έναντι των Τούρκων είναι ότι «εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το τι συνέβη μετά την ανεξαρτησία της χώρας και έχει λιγότερη σχέση με τα χαρακτηριστικά της ίδιας της εξουσίας των κατακτητών». Στο πνεύμα αυτό το βιβλίο αποδεικνύει βάσει πηγών το αβάσιμο της ιστορίας για το «κρυφό σχολειό». Ειδικά για την εκπαίδευση και τη θρησκευτική ελευθερία κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, είναι πλέον ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό δεδομένο ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος το σχολείο να είναι κρυφό, καθώς οι χριστιανοί είχαν πλήρεις θρησκευτικές ελευθερίες με την Εκκλησία να έχει αναλάβει την εκπαίδευση επισήμως. Ο συγγραφέας εντοπίζει την αρχή του μύθου σε έναν πίνακα του Νικολάου Γύζη του 1888, ενώ σημειώνει ότι πιθανότατα «τα μαθήματα στα χωριά γίνονταν το βράδυ επειδή τα παιδιά, πιθανώς και ο ίδιος ο παπάς, δούλευαν όλη μέρα στα χωράφια».
Οι «σκοτεινοί αιώνες» φωτίζονται από την ενδελεχή μελέτη των επίσημων πηγών και των Ευρωπαίων περιηγητών. Μια αξιοσημείωτη τοποθέτηση του βιβλίου είναι η πραότητα με την οποία κρίνει το Πατριαρχείο για τη στάση του έναντι της Επανάστασης. Για τον Ντέιβιντ Μπρούερ η καταδίκη των επαναστατών το 1821 και η υποστήριξη της οθωμανικής εξουσίας από τον Πατριάρχη είχε τόσο θρησκευτικούς όσο και κοσμικούς λόγους να διατυπωθεί όπως διατυπώθηκε.
Ένα δεύτερο αξιόλογο σημείο είναι η θέση του βιβλίου ότι οι παράγοντες που διατήρησαν την ελληνική συνείδηση ανά τους αιώνες δεν περιορίζονται στη γλώσσα και τη θρησκεία, αλλά περιλαμβάνουν και τη λαϊκή κουλτούρα, ένα σύνολο από «δοξασίες και πρακτικές του απλού αγροτικού πληθυσμού» που παρέμεινε ζωντανό μέχρι σήμερα και στο οποίο αφιερώνει ένα όμορφο κεφάλαιο. Τέλος, αξίζει να υπογραμμιστεί και η σαφής όσο και ρητή θέση του Ντέιβιντ Μπρούερ ότι τα γλυπτά που απέσπασε ο Έλγιν από τον Παρθενώνα «θα έπρεπε πάνω από όλες τις άλλες αρχαιότητες να επιστραφούν στην Ελλάδα».
Ο συγγραφέας σπούδασε κλασική φιλολογία και ιστορία στη Οξφόρδη και μετά από μια θητεία στη διδασκαλία και τη δημοσιογραφία αφοσιώθηκε στη μελέτη της ελληνικής ιστορίας. Η εργασία του φανερώνει πολύ βαθιά γνώση της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας ακόμη και της σύγχρονης πολιτικής επικαιρότητας η οποία γίνεται κομμάτι του βιβλίου στα συμπεράσματά του. Η προσέγγιση του Ντέιβιντ Μπρούερ στην Ελλάδα γίνεται με ειλικρινές ενδιαφέρον για την ιστορική αλήθεια και με αγάπη για τη χώρα την οποία προφανώς δεν έχει γνωρίσει μόνο από το σπουδαστήριο και τα βιβλία.
Τα βιβλία του Ελλάδα 1453-1821 και Η φλόγα της Ελευθερίας 1821-1833 που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη συνιστούν μια εξαιρετική εργασία, που γνώρισε λόγω της ποιότητάς της ήδη μεγάλη απήχηση και συνιστά έναν από τους σημαντικούς πνευματικούς καρπούς που άφησε στα γράμματα η επέτειος των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης.