Αν στους στόχους της τέχνης είναι να μετουσιώνει το αρνητικό βίωμα σε δημιουργικότητα, τότε τα σχέδια της νέας ηθοποιού από τη Βούλα, Έφης Κιούκη, που δεν άφησε την καραντίνα και το lockdown να καταβάλουν τον ενθουσιασμό της, αποκαλύπτουν την αυθεντική καλλιτεχνική της φύση.
Ίσως ο χώρος του θεάματος να επλήγη περισσότερο από όλους από την αναστολή κάθε μαζικής εκδήλωσης και βέβαια από την επιφυλακτικότητα που κυριαρχεί πλέον για κάθε συνάθροιση. «Θα αφήσει πληγές στο θέατρο ο κορονοϊός. Κάθε χρόνο γίνονταν περίπου 1.500 παραστάσεις. Φέτος δεν είμαι σίγουρη αν γίνουν πάνω από 50», αναφέρει με σκεπτικισμό στον «Δημοσιογράφο». Τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας την πέτυχαν σε μια από τις πιο δημιουργικές της χρονιές. «Είχα δύο παραστάσεις και κάποια έκτακτα γυρίσματα. Ξαφνικά δεν έκανα τίποτα και μου φαινόταν πάρα πολύ περίεργο. Μου διέκοψε όλη τη δημιουργική εγρήγορση στην οποία βρισκόμουν», όπως περιγράφει. Ωστόσο, κατά το διάστημα της απραξίας ξεκίνησε εντατικά μαθήματα στην ισπανική γλώσσα και σύντομα σκοπεύει να μεταβεί στην Ισπανία, όπου και θα αναζητήσει τα νέα της βήματα στην υποκριτική: «Πιστεύω ότι εκεί υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες, σεμινάρια και δουλειές που σου επιτρέπουν να εξελιχθείς».
Η Έφη Κιούκη ήξερε από τα 16 της χρόνια ότι θέλει να γίνει ηθοποιός. Πώς περιγράφει την αρχή: «Γνώρισα τυχαία τον Γιάννη Βασιλειάδη, τον σκηνοθέτη της σειράς Βέρα στο δεξί και με αρκετό θράσος του είπα ότι ενδιαφερόμουν για κάποιο ρόλο. Με πήρε λοιπόν τηλέφωνο εντελώς απροσδόκητα και μου έδωσε ένα μικρό ρόλο. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία, πολύ ξεχωριστή. Τελικά πέρασα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών. Είμαι λοιπόν και θεατρολόγος, αν και δεν μπορεί να συνδυαστεί με το επάγγελμα του ηθοποιού. Η σχολή ήταν αρκετά θεωρητική βέβαια, αλλά βρίσκω πολύ θετικό ότι σπούδασα στο αντικείμενο που με ενδιέφερε. Μετά το πανεπιστήμιο παρακολούθησα τη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης Κάρολου Κουν».
Πώς κινείται όμως ένας νέος άνθρωπος χωρίς διασυνδέσεις σε έναν τόσο ανταγωνιστικό και «παρεοκρατούμενο» χώρο; «Δεν υπάρχει αξιοκρατία στο χώρο, ούτε δίνονται ευκαιρίες», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Αυτό τον καιρό ας πούμε όλες κι όλες έχουν γίνει πέντε ανοιχτές οντισιόν. Θυμάμαι όταν βγήκα από τη σχολή, υπήρχαν διαφορετικές οντισιόν κάθε μέρα». Το καθεστώς αυτό καθηλώνει το επίπεδο της τέχνης κατά την άποψή της: «Θα ήθελα να δω άλλα πράγματα στην Ελλάδα. Να βγούμε από τη λογική της σαπουνόπερας, από το κριτήριο τι αρέσει στη μέση νοικοκυρά. Χρειαζόμαστε νέους ανθρώπους, δημιουργικότητα, νέα σενάρια, ένα ας πούμε ελληνικό Netflix που στηρίζει νέες ιδέες και νέους ανθρώπους. Είμαι λοιπόν υπέρ του καινούργιου, όχι όμως μιας πρωτοπορίας χωρίς αιτία. Θα ήθελα οι παραγωγοί να στοχεύουν να εντυπωσιάσουν το κοινό με την υποκριτική του ηθοποιού και όχι με τα κοστούμια ή τα σκηνικά», όπως περιγράφει το δικό της καλλιτεχνικό μανιφέστο.
Όπως κάθε γυναίκα, συνειδητοποιεί δυσάρεστα τα ζητήματα φύλου που ανακύπτουν στο χώρο του θεάτρου, με την πλειοψηφία των παραγωγών και σκηνοθετών να είναι άντρες: «Υπάρχουν δυστυχώς άπειρες ιστορίες εκμετάλλευσης γυναικών σε οντισιόν, θέλει πολλή προσοχή, γερό στομάχι και τσαμπουκά που αν δεν τον έχεις, τον αποκτάς αναγκαστικά για να προστατευτείς», σημειώνει. «Επειδή είσαι γυναίκα, ο άλλος κάποιες φορές θεωρεί ότι έχει το ελεύθερο να σε μειώσει, να σε ελέγξει, είναι κάτι που έχω ζήσει. Το σημαντικό είναι να βάζεις όρια και αυτό είναι κάτι που το μαθαίνεις σταδιακά. Ειδικά τα νέα παιδιά που θέλουν να αποκτήσουν ένα βιογραφικό, θέλουν πολύ να δουλέψουν, συνήθως δεν μιλάνε για ό,τι τους ενοχλεί. Έχω τσακωθεί πάρα πολλές φορές στο θέατρο και είμαι ένας άνθρωπος που δεν τσακώνεται», καταλήγει.