Αξιόλογες εκδόσεις –αφού οι εκδηλώσεις είναι λόγω πανδημίας ακόμα απαγορευμένες– είναι αυτό που μέχρι στιγμής φέρνει η έλευση του 2021 και η συμπλήρωση των 200 ετών από την Επανάσταση της εθνικής ανεξαρτησίας. Μια διάθεση εθνικού αναστοχασμού και συλλογικής ενδοσκόπησης έχει ήδη καταλάβει μεγάλο μέρος από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων και τους καταλόγους των εκδοτών. Στο πλαίσιο αυτό –αν και με έναν ιδιαίτερο τρόπο– εγγράφεται και το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου Διονύση Ελευθεράτου, Μια λοξή ματιά στην ιστορία, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
Ο υπότιτλος «200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου» αποδίδει την καυστική γραφή αλλά και την κριτική διάθεση του συγγραφέα, ο οποίος πάει αντίθετα στην ιστορική ορθοδοξία, αποκαλύπτοντας ξεχασμένα περιστατικά που υπονομεύουν το κυρίαρχο αφήγημα. Το βιβλίο αποτελείται από 27 αυτοτελείς ιστορίες, που εκτείνονται χρονικά από τα χρόνια του Όθωνα ως τη δεκαετία του 1970 και προέρχονται από τον Τύπο της εποχής.
Η καινοτομία στην έρευνα του Διονύση Ελευθεράτου ήταν ότι πέρασε πολλούς μήνες ξεσκονίζοντας τα διαθέσιμα σήμερα αρχεία εφημερίδων δύο περίπου αιώνων, ανθολογώντας ρεπορτάζ που και σήμερα έχουν κάτι σημαντικό να πουν: Είτε για τις αναλογίες της περασμένης με τη σημερινή εποχή (τα ιστορικά «déjà vu» όπως τα χαρακτηρίζει), είτε για την αντίθεση μεταξύ αυτού που κατέγραψε τότε ο Τύπος και του ιστορικού κατασταλάγματος που γνωρίζουμε όλοι σήμερα.
«Αν φανταστούμε τη βιβλιογραφία ως τον χάρτη και την πυξίδα, άνευ των οποίων δεν θα γινόταν αυτό το ταξίδι στον χρόνο, οι εφημερίδες –ενίοτε και τα περιοδικά– αποτελούν τα κιάλια ή και όποτε χρειάζεται, τα μικροσκόπια»
αναφέρει εισαγωγικά ο συγγραφέας για την κεντρική του επιλογή, να μελετήσει ιστορικά επεισόδια την ώρα της πρώτης του αποτύπωσης.
Τέτοια χαρακτηριστικά επεισόδια είναι μεταξύ άλλων το πρώτο νεοελληνικό «Μνημόνιο» που ανάγεται στα χρόνια του Όθωνα, το πρώτο «χρηματιστηριακό σκάνδαλο» της ιστορίας μας που εντοπίζεται γύρω από τα μεταλλεία Λαυρίου το 1872 και στο οποίο πρωταγωνίστησε ο μετέπειτα ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός αλλά και το κυνήγι της …κοντής φούστας με νομοθετικές και κατασταλτικές πρωτοβουλίες που πήραν δύο διαφορετικές δικτατορίες, του Πάγκαλου το 1926 και των συνταγματαρχών το 1967.
Μια απολαυστική αφήγηση πλαισιώνει τα κεντρικά περιγραφόμενα γεγονότα εισάγοντας τον αναγνώστη στο πνεύμα της κάθε εποχής. Έρχονται έτσι στην επιφάνεια, πάντα μέσα από τα ρεπορτάζ των ημερών και τις διπλανές στήλες από τα κεντρικά άρθρα, κρυμμένοι θησαυροί από τη διαδρομή της κοινωνίας μας, μια καθημερινότητα στη χώρα που μόνο ο Τύπος φρόντισε να καταγράψει και που η γνωριμία μας μαζί της αποτελεί μια αρκετά ασυνήθιστη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα ιστορική εμπειρία.
Οι «τουρκόσποροι» του 1922
Ξεχωριστό ενδιαφέρον –και για τα τοπικά δεδομένα του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης– παρουσιάζουν τα δύο κεφάλαια του βιβλίου σχετικά με την υποδοχή των προσφύγων του 1922 στην ελλαδίτικη κοινωνία. Το βιβλίο μπορεί να μην περιέχει ιστορίες για την προσφυγική εστία της Βούλας, ωστόσο περιγράφει εκτενώς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που μόνο ευμενής δεν ήταν για τον κατατρεγμένο ελληνισμό που έπεσε θύμα του τουρκικού εθνικισμού αλλά και του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού.
Ο συγγραφέας ανασύρει τις περιπτώσεις οργανωμένων δολοφονικών πογκρόμ εναντίον προσφυγικών καταυλισμών στην ελληνική επαρχία από εξαγριωμένους ντόπιους οι οποίοι αισθάνονταν ότι απειλούνται από τους πρόσφυγες. Μας θυμίζει το άρθρο της Βραδυνής στις 3 Δεκεμβρίου 1923 με τον τίτλο «Αφγανιστούπολις» που με χολή και αηδία περιέγραφε την κατάσταση των κεντρικών δρόμων της Αθήνας από την παρουσία των προσφύγων, μια εικόνα που έθιγε κατά τη γνώμη του αρθρογράφου τα συμφέροντα των εμπόρων της πόλης. Αντιγράφει αποσπάσματα από άρθρο της Καθημερινής στις 20 Ιουλίου 1928, όπου για να χτυπήσει τον βενιζελισμό, ανέφερε ότι «τα συμφέροντα των προσφύγων κατά τραγικήν δυσμένειαν είναι ως γνωστόν τελείως αντίθετα προς τα συμφέροντα των γηγενών». Για να καταγράφονται στον Τύπο οι χαρακτηρισμοί «τουρκόσποροι», «Αρπαξόγλου» και «πειρατές της ξηράς» που αποδίδονταν τότε στον ξεριζωμένο μικρασιατικό ελληνισμό, καταλαβαίνει κανείς όπως καμία ιστορική δια- τριβή δεν μπορεί να αποδώσει τόσο πιστά, ποιο ήταν το κοινωνικό έδαφος της εποχής.
Είναι κι αυτές πλευρές της εθνικής αυτογνωσίας που αξίζει να αναδειχθούν στην επέτειο των 200 ετών από τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους. Όχι με διάθεση μηδενισμού ή αυτομαστιγώματος, αλλά με την πεποίθηση ότι η ιστορική συνείδηση δεν καλλιεργείται αυθεντικά με αποσιωπήσεις και μυθολογίες, αλλά με έρευνα της αλήθειας σε όλες της τις διαστάσεις. Και σε αυτό τον ευγενή σκοπό εγγράφεται και το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου.