Απεικονίζει η γλώσσα την πραγματικότητα;

Γράφει ο Θεόδωρος Γεωργίου, καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επισκέπτης καθηγητής (θερινό εξάμηνο του 2022) στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.


Στο φιλοσοφικό σύστημα εντοπίζουμε, μεταξύ των άλλων, και μια ειδική φιλοσοφική επιστήμη, η οποία ονομάζεται: φιλοσοφία της γλώσσας. Ο κλάδος αυτός της φιλοσοφικής σκέψης αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τον εικοστό αιώνα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν εμφανίσθηκαν φιλοσοφικοί προβληματισμοί για την γλώσσα και σε ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας. Αναφέρω ενδεικτικά μόνον την πλατωνική θεωρία περί γλώσσας (βλ. τον διάλογο Κρατύλος). Κατά τον εικοστό αιώνα όμως, οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί περί γλώσσας συγκροτούν ιδιαίτερη φιλοσοφική επιστήμη. Η αγγλοσαξονική αναλυτική φιλοσοφία αποτελεί το κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Φιλόσοφοι όπως ο Frege, Russell, Bradley, Moore κ.ά. (έχουν χαρακτηρισθεί εκπρόσωποι της αναλυτικής φιλοσοφίας) στις έρευνές τους εξετάζουν την γλώσσα ως το κατεξοχήν φιλοσοφικό αντικείμενο. Και αυτό το κάνουν στο πλαίσιο της λογικής ανάλυσης της γλώσσας. Δεν εξετάζουν την γλώσσα ως δομή του κόσμου, αλλά ως στοιχείο της λογικής, η οποία με την σειρά της αναπτύσσει την αναφορική σχέση της με την πραγματικότητα.

Κεντρική θέση μεταξύ των φιλοσόφων του εικοστού αιώνα που ερευνούν την γλώσσα κατέχει ο αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein (1889-1951), του οποίου το έργο με τον τίτλο Tractatus Logico-Philosophicus (Λογικο-φιλοσοφική Πραγματεία) εκδόθηκε το έτος 1922 και θεωρείται η «Βίβλος» της λογικής ανάλυσης της γλώσσας.

Ο Wittgenstein διακατέχεται από μια ιμπρεσιονιστική ιδέα σύμφωνα με την οποία η βιωματική σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και η γλωσσική έκθεση (διατύπωση) αυτής της σχέσης είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η γλώσσα και η πραγματικότητα αποτελούν δύο διαφορετικά επίπεδα συγκρότησης του κόσμου. Η σύνδεση ή η διαμεσολάβηση των δύο αυτών επιπέδων συνιστά και το μείζον φιλοσοφικό πρόβλημα στην ιστορία του ανθρώπου. Η συμβολή του Wittgenstein στην επίλυση του συγκεκριμένου φιλοσοφικού προβλήματος είναι ανεκτίμητη. Η βιβλιογραφία μέχρι και σήμερα (100 χρόνια μετά την έκδοση του Tractatus) είναι ανεξάντλητη και η έρευνα «καλά κρατεί» δεδομένου ότι στα προβλήματα του ανθρώπινου κόσμου δεν υπάρχουν οριστικές λύσεις. Εξ άλλου να μην ξεχνάμε, ότι και ο ίδιος ο Wittgenstein για το υπό συζήτηση ζήτημα της σχέσης της γλώσσας με την πραγματικότητα διατύπωσε δύο ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους θεωρίες: την πρώιμη (στη φιλοσοφική εξέλιξή του) θεωρία της λογικής απεικόνισης της πραγματικότητας και την ύστερη θεωρία της πραγματολογικής σύνδεσης γλώσσας και πραγματικότητας. Η τελευταία εκτίθεται στο βιβλίο του Wittgenstein με τον τίτλο: Philosophische Untersuchungen (Φιλοσοφικές έρευνες) που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του το έτος 1953.

Για εκείνους που ενδιαφέρονται για την φιλοσοφική εξέλιξη του κορυφαίου αυτού φιλόσοφου, του Ludwig Wittgenstein, τους παραπέμπω στο βιβλίο μου που κυκλοφορεί στις Εκδόσεις Σάκκουλα με τον τίτλο: «Η φιλοσοφική σκέψη στον εικοστό αιώνα» (2015). Ας εξετάσουμε όμως τώρα το πρόβλημα της γλώσσας με την πραγματικότητα σε δυο επίπεδα: έτσι όπως το αντιλαμβάνεται ο κοινός νους και έτσι όπως θεωρητικά το αναλύει στο Tractatus ο φιλόσοφος Wittgenstein. Όλοι μας έχουμε ζήσει και ζούμε κάθε φορά που θέλουμε να αφηγηθούμε ένα περιστατικό της ζωής μας σ’ έναν φίλο μας, σ’ έναν συνομιλητή μας ποια τιτάνια προσπάθεια κάνουμε για να το αναπαραστήσουμε γλωσσικά με λέξεις, με προτάσεις. Παλεύουμε με τη γλώσσα. Μα φυσικά αυτό ισχύει, ότι μόνον στον καθημερινό κοινωνικό βιόκοσμο, αλλά και σε ολόκληρη την δημιουργική προσπάθεια του ανθρώπου, όταν η γλώσσα γίνεται το εργαλείο της έκφρασης (π.χ. στη λογοτεχνία, στην ποίηση).

Στη φιλοσοφική σύλληψη του πρώιμου Wittgenstein τα προβλήματα που εντοπίζονται στη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: στα καθημερινά προβλήματα της φυσικής γλώσσας και στα φιλοσοφικά προβλήματα της φιλοσοφικής γλώσσας. Η καθημερινή φυσική γλώσσα είναι παραπλανητική. Οφείλει κάθε ομιλητής για να αναπαραστήσει τα βιώματά του και τις εμπειρίες του στο επίπεδο της γλώσσας να «παλεύει με την γλώσσα» για να νιώσει και ο ίδιος ως αυθεντικός αφηγητής.

Τι γίνεται όμως με τον φιλόσοφο, ο οποίος χρησιμοποιεί την φυσική γλώσσα για να μιλήσει για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής μας; Στο ερώτημα αυτό ο πρώιμος Wittgenstein δεν διστάζει να απαντήσει με τη μέθοδο της «λογικής ανάλυσης» της γλώσσας. Σε δύο προτάσεις κωδικοποιούνται οι έρευνές του. Πρώτη πρόταση: η δομή του κόσμου είναι μια λογική δομή. Δεύτερη πρόταση: η γλώσσα έχει με τον κόσμο κοινή λογική μορφή. Και το φιλοσοφικο-θεωρητικό συμπέρασμά του είναι: η γλώσσα αναπαριστά (απεικονίζει) την πραγματικότητα.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να τονίσω, ότι μπορεί στα «μάτια του κοινού νου» η απεικονιστική σχέση γλώσσας και πραγματικότητας να φαίνεται «λογική» ή «αληθής», αλλά κανείς δεν θα πρέπει να εκλαμβάνει μια φιλοσοφική θεωρία ως το επίτευγμα της σοφίας. Εξ άλλου, ούτε ο ίδιος ο φιλόσοφος υπερασπίσθηκε μέχρι τέλους αυτή την απεικονιστική άποψη. Ο Wittgenstein πέθανε το έτος 1951. Και όταν το έτος 1953 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Φιλοσοφικές έρευνες» άνοιξε νέος κύκλος θεωρητικών συζητήσεων για τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας. Αυτός ο ερευνητικός κύκλος συνεχίζεται μέχρι σήμερα και σας ενημερώνω, αγαπητοί αναγνώστες ότι συμμετέχω και εγώ ως πολιτικός φιλόσοφος και ερευνητής σ’ ένα ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα με τον τίτλο: «Πολιτική και γλώσσα». Από τις γλωσσικές έρευνες του Wittgenstein σημειώνω με έμφαση την τελευταία πρόταση του Tractatus: «Για όσα δεν μπορεί κανείς να ομιλεί, γι’ αυτά θα πρέπει να σωπαίνει».