Η αόρατη Βάρη Βούλα Βουλιαγμένη

Δεν βίωσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο την υγειονομική κρίση, την απαγόρευση μετακινήσεων και το φόβο για την υγεία που ενσπείρει η επιδημία του κορονοϊού. Οι ιδιάζουσες και πρωτοφανείς συνθήκες που επικράτησαν τον προηγούμενο μήνα στη χώρα έφεραν στην επιφάνεια πικρές ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν στο μεταίχμιο της επιβίωσης, ακόμη και στον υπεράνω υποψίας Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης.

Η δημοτική δομή βοήθειας που στήθηκε εκ των ενόντων σε αστραπιαίο χρόνο για να συνδράμει με κάθε πρόσφορο μέσο και χωρίς γραφειοκρατικές διατυπώσεις κάθε άνθρωπο που ζητούσε βοήθεια, τελικώς αποδείχτηκε σωτήρια –στην κυριολεξία– για κάποιους πολίτες που μέχρι σήμερα περνούσαν απαρατήρητοι από τις κεραίες των κοινωνικών υπηρεσιών.

Ο κύριος Μ. διαθέτει μια βίλα στην περιοχή, όμως ζει στα όρια της εξαθλίωσης εντός της. Χωρίς ρεύμα και χωρίς νερό, προσπαθεί να επιβιώσει με μόνη συντροφιά έναν σκύλο. Με παρεμβάσεις του Δήμου και ακριβώς λόγω της έκτακτης κατάστασης, η ΕΥΔΑΠ δέχτηκε για υγειονομικούς λόγους να επανασυνδέσει την παροχή νερού. Και βέβαια, το προσωπικό της δημοτικής δομής του παραδίδει το φαγητό της εβδομάδας. Ποιος πίστευε μέχρι σήμερα ότι εντός των 3Β ζουν άνθρωποι υπό αυτές τις συνθήκες;

Η κυρία Ζ. έχει ένα πενιχρό εισόδημα για να ζήσει την οικογένειά της, το οποίο όμως για πολύ λίγα ευρώ περνά τα όρια που θέτει η νομοθεσία για να καταστεί δικαιούχος των βασικών κοινωνικών παροχών του Δήμου. Η καραντίνα την ώθησε να καλέσει τη δημοτική δομή και η υπηρεσία αυτή δεν συνέβαλε απλώς καθοριστικά στο να επιβιώσουν με στοιχειώδη αξιοπρέπεια τρεις άνθρωποι, αλλά εντόπισε και μια περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας που μέχρι σήμερα παρέμενε στην αφάνεια.

Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων διαβιούσε μέχρι σήμερα κάτω από τα παραδεδεγμένα όρια της φτώχειας. Η αξιοπρέπειά τους δεν τους επέτρεπε να σηκώσουν το τηλέφωνο και να ζητήσουν τη συνδρομή του κράτους για να τρέφονται με επάρκεια και αρκούνταν στις προσφορές της γειτονιάς. Ο φόβος της πανδημίας έκλεισε και αυτή την «πόρτα». Και πάλι όμως χρειάστηκε η υπόδειξη ενός κατοίκου, ώστε η δομή να εκδηλώσει πρωτοβουλία για να παίρνουν οι άνθρωποι αυτοί κανονικές μερίδες φαγητού για κάθε μέρα.

Η κυρία Ν. δεν έχει οικονομικό πρόβλημα, όμως τα έκτακτα μέτρα περιορισμού των μετακινήσεων καθώς και ο φόβος μην νοσήσει απείλησαν ευθέως τη ζωή της, καθώς πρέπει δύο φορές την εβδομάδα να πηγαίνει στο νοσοκομείο για αιμοκάθαρση. Σε αυτή την περίπτωση ο Δήμος έβαλε το κύρος του ώστε να βρεθεί οδηγός να την μεταφέρει στη μονάδα τεχνητού νεφρού, καθώς ήταν απαγορευτικό να χρησιμοποιήσει συγκοινωνία κατα ταξί απρόθυμα να την εξυπηρετήσουν.

Το κλείσιμο της φοιτητικής εστίας του Πανεπιστημίου Αθηνών άφησε στην περιοχή του Δήμου, φιλοξενούμενες σε ένα άδειο σπίτι οικείου τους προσώπου, δύο φοιτήτριες από την επαρχία. Η οικογένειά τους βρισκόταν σε καραντίνα και λεφτά δεν περίσσευαν. Η δημοτική δομή παρείχε σε αυτές τις δύο νέες γυναίκες για αυτό το διάστημα πραγματικά τα προς το ζην, δηλαδή τις απαραίτητες μερίδες φαγητού για τη διατροφή τους.

Εξίσου, αν όχι περισσότερο, ασυνήθιστη είναι η περίπτωση του κυρίου Κ. πολίτη ξένου κράτους μακριά από την Ευρώπη, ο οποίος ήρθε ως ευκατάστατος για δουλειές, όμως αποκλείστηκε στην περιοχή του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης και οι θεραπείες του για τον καρκίνο σύντομα τον άφησαν εντελώς άπορο. Ο Δήμος επενέβη στο «παρά πέντε» κατόπιν αιτήματος πρεσβείας, εκτός από φαγητό έστειλε και γιατρούς στον συγκεκριμένο άνθρωπο, ενώ συγκέντρωσε και εθελοντικές προσφορές για απαραίτητα είδη νοσηλείας.

Καρκινοπαθής και μόνη στο σπίτι είναι και η κυρία Φ. Επικοινώνησε με τη δημοτική δομή τη Μεγάλη Παρασκευή και ζήτησε βοήθεια γιατί της ήταν αδύνατο να βρει φαγητό για τις επόμενες ημέρες του Πάσχα. Οι άνθρωποι του Δήμου της πήγαν στο σπίτι μαγειρεμένες μερίδες, για τις οποίες μάλιστα διατύπωσε παράπονα ως προς την ποιότητά τους… Την Κυριακή το απόγευμα, μετά το γεύμα, τηλεφώνησε ξανά: «Να λέμε και τα καλά, αυτή τη φορά ήταν όλα υπέροχα», άκουσαν οι εργαζόμενες στη δομή από την άλλη άκρη της γραμμής. Ενδεικτικές μόνο ιστορίες μιας δύσκολης καθημερινότητας που φανερώθηκε λόγω των έκτακτων συνθηκών, όμως στην πραγματικότητα δεν σταματά ποτέ για κάποιους ανθρώπους.

Η υγειονομική κρίση θα περάσει, τα περιοριστικά μέτρα θα αρθούν. Όμως πολίτες της διπλανής κυριολεκτικά πόρτας θα εξακολουθούν να πεινούν, θα δυσκολεύονται λόγω μοναξιάς να διεκπεραιώσουν τις ζωτικές υποθέσεις τους, θα αδυνατούν να συγκεντρώσουν τα δικαιολογητικά που απαιτεί η γραφειοκρατία της κοινωνικής πολιτικής του κράτους για να τους συνδράμει, θα διστάζουν ίσως να απευθύνουν έκκληση βοήθειας για λόγους προσωπικής αξιοπρέπειας.

Για τους ανθρώπους που στέκονται στο τελευταίο αυτό σκαλί δεν έχουν νόημα ερωτήσεις όπως πώς βρέθηκαν εκεί ή γιατί διαμένουν σε περιοχές με υψηλή αξία γης. Τα αρχεία της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Δήμου αυτό το διάστημα εμπλουτίστηκαν με στοιχεία, εμπειρίες και ανθρώπινες στιγμές που υπογραμμίζουν για άλλη μια φορά και από άλλη μία σκοπιά τον αναντικατάστατο ρόλο του Δήμου και της αυτοδιοίκησης στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.