Πρόκειται για μια από τις πλέον πολυσυζητημένες δημοτικές υπηρεσίες. Οι δημοτικοί αστυνομικοί είναι υπάλληλοι του Δήμου με στολή και μέχρι σήμερα έχουν ως αποστολή να επιβάλουν την τάξη στο δημόσιο χώρο με ειρηνικά μέσα, απαλλαγμένοι δηλαδή από τις όποιες συνδηλώσεις έχουν τα όπλα και η εξουσία που δίνει ο νόμος στους υπαλλήλους της Ελληνικής Αστυνομίας. Ταυτόχρονα όμως η Δημοτική Αστυνομία αποτελεί ένα συνεχιζόμενο διοικητικό πείραμα των ελληνικών κυβερνήσεων οι οποίες ουδέποτε σχεδίασαν μια μελετημένη και συμφωνημένη με τις τοπικές κοινωνίες στρατηγική, ώστε η υπηρεσία αυτή να πετύχει.
Αντίθετα, το 2013 η Δημοτική Αστυνομία με μια υπογραφή του σημερινού πρωθυπουργού καταργήθηκε, για να «επανασυσταθεί» μετά από δύο χρόνια, αλλά με ακόμη μικρότερο προσωπικό και σκοτεινή προοπτική. Και την ίδια στιγμή οι θεσπισμένες αρμοδιότητες των δημοτικών αστυνομικών δημιουργούν τόσες ασάφειες, δυσλειτουργίες και σκοτεινά σημεία που πολλές φορές ακυρώνουν την ύπαρξή της.
Η σημερινή κυβέρνηση θέλοντας να διορθώσει το λάθος του 2013, θέσπισε επισήμως στο τέλος του 2021 μια Ομάδα Εργασίας που αποτελείται από στελέχη του Υπουργείου Εσωτερικών και εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης και των εργαζομένων με στόχο να καταγράψει όλα τα προβλήματα και να γίνει μια επανεκκίνηση της Δημοτικής Αστυνομίας. Στην επιτροπή αυτή που μέχρι τις 22 Φεβρουαρίου 2022 είχε πραγματοποιήσει 6 συνεδριάσεις, πρόεδρος είναι η γ.γ. Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα του Υπουργείου Εσωτερικών, Παρασκευή Χαραλαμπογιάννη, ενώ μεταξύ των μελών συγκαταλέγεται και ο Δήμαρχος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης Γρηγόρης Κωνσταντέλλος ως πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών της ΚΕΔΕ.
Φαίνεται ότι ο στόχος της κυβέρνησης η ομάδα μέχρι τον Μάρτιο να έχει καταλήξει σε συγκεκριμένο πόρισμα είναι ειλικρινής και εφικτός, καθώς οι εργασίες της συνέρχονται μια φορά την εβδομάδα σε καθορισμένη ημέρα. Μέχρι στιγμής όμως, το ΥΠΕΣ και ο υπουργός Μάκης Βορίδης δεν έχουν εκφράσει ανοιχτά συγκεκριμένες θέσεις και η κυβέρνηση δείχνει περισσότερο να καταγράφει απόψεις για να προχωρήσει σε μια μεγάλη αλλαγή στον θεσμό.
Η αυτοδιοίκηση πρεσβεύει τη θέση ότι η λειτουργία της Δημοτικής Αστυνομίας βρίσκεται σήμερα σε αδιέξοδο και υπάρχουν δύο δρόμοι που θεσμικά μπορούν να δώσουν λύση:
Ο πρώτος δρόμος είναι να σταματήσει να λέγεται «Αστυνομία» και να μετατραπεί σε μια Υπηρεσία Εποπτείας του δημόσιου χώρου, χωρίς οχήματα, φάρους και στολή, μια εμφάνιση που εκπέμπει λάθος μηνύματα και οδηγεί σε παρερμηνείες ως προς την αποστολή και τις αρμοδιότητές της. Μια υπηρεσία που θα κόβει κλήσεις, θα βεβαιώνει παραβάσεις στις κανονιστικές αποφάσεις των Δήμων, θα ελέγχει άδειες και τραπεζοκαθίσματα και θα παραδίδει έγγραφα όπως οι κλητήρες γενικών εξωτερικών καθηκόντων.
Ο δεύτερος δρόμος είναι να ενισχυθεί αποφασιστικά ο αστυνομικός της χαρακτήρας, μια επιλογή που περιλαμβάνει την εκ νέου εκπαίδευση και τον εφοδιασμό των δημοτικών αστυνομικών με αμυντικό εξοπλισμό, την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων τους και την απόφαση για σημαντικό αριθμό προσλήψεων που θα καταστήσει τις υπηρεσίες ξανά λειτουργικές, καθώς σε ορισμένους Δήμους δεν υπάρχουν πλέον καν δημοτικοί αστυνομικοί. Τόσο η ΚΕΔΕ, δηλαδή οι δημοτικές διοικήσεις, όσο και οι εκπρόσωποι των δημοτικών αστυνομικών (που εκφράζονται επισήμως από το Πανελλήνιο Σωματείο Δημοτικών Αστυνομικών) έχουν πλέον ταχθεί υπέρ της ενδυνάμωσης του θεσμού, με αναβαθμισμένο ρόλο και με δυνατότητα χρήσης αμυντικού εξοπλισμού, όπως αλεξίσφαιρο γιλέκο, χειροπέδες και αστυνομική ράβδο.
Την παραδοχή ότι οποιαδήποτε θεσμική αναβάθμιση θα απαιτήσει αποφασιστική ενίσχυση του προσωπικού σε σχέση με το σημερινό τέλμα έκανε κατά πληροφορίες σε συνεδρίαση και η πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας: «Πρώτα να δούμε τι οργανισμό θέλουμε να φτιάξουμε και αναλόγως προκύπτει και το προσωπικό που χρειαζόμαστε, διότι είναι διαφορετικό να θέλουμε σούπερ μάρκετ και άλλο να θέλουμε περίπτερο», φέρεται να δήλωσε. Δεν πρόκειται για άλλη μία περιττή απαίτηση για πρόσληψη δημόσιων υπαλλήλων.
Από το παράδειγμα του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης που διαθέτει μια Δημοτική Αστυνομία στελεχωμένη συνολικά με 14 άτομα, προκύπτει ότι ένας μεσαίος Δήμος του Λεκανοπεδίου δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις επιτήρησης του δημόσιου χώρου υπό τις παρούσες συνθήκες. Η μεν Ελληνική Αστυνομία έχει να ασχοληθεί με σοβαρότερα θέματα από την παράνομη στάθμευση στις πλατείες εντός οικιστικού ιστού, η δε σημερινή Δημοτική Αστυνομία δεν επαρκεί για να είναι πανταχού παρούσα, ώστε να εμπεδωθεί στην κοινωνία ότι ο δημόσιος χώρος και στις γειτονιές, από τα πεζοδρόμια και τα πάρκα ως τις ράμπες αναπήρων, επιτηρείται συστηματικά.
Εδώ βέβαια προστίθεται και ο παράγοντας του συντεχνιασμού στη δύσκολη εξίσωση που καλείται να επιλύσει η κυβέρνηση. Μόλις οι Δήμαρχοι ζήτησαν (και η κυβέρνηση αποδέχτηκε να προσθέσει σε νομοσχέδιο του έκτακτου θεσμικού πλαισίου για την πανδημία) να μπορούν να εξουσιοδοτήσουν και άλλους διοικητικούς υπαλλήλους του Δήμου να ελέγξουν τη στάθμευση, έγινε …εξέγερση των συνδικαλιστών της Δημοτικής Αστυνομίας που είδαν υπονόμευση του κλάδου τους και πέτυχαν τελικά να αποσυρθεί η σχετική διάταξη. Αυτό που σήμερα διαφαίνεται πάντως είναι μια συναινετική θεσμική επίλυση του προβλήματος για το καλό των τοπικών κοινωνιών και την εύρυθμη λειτουργία.