Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Η ιστορική κεντρική πλατεία της Βουλιαγμένης, μετά την ανάπλασή της «μοιάζει με ζωγραφιά», μετατράπηκε σε έργο τέχνης. Δημιουργός της, ο Δήμαρχος των 3Β Γρηγόρης Κωνσταντέλλος και οι τεχνικοί σύμβουλοί του. Απ’ όλες τις απόψεις, δηλαδή την πολεοδομική, την αρχιτεκτονική, την οικιστική, την πολιτική και την αισθητική, πρόκειται για ένα ανθρώπινο δημιούργημα, το οποίο ζηλεύουν όλοι που κατοικούν σε ανθρώπινες κοινωνίες.
Διευκρινίζω, εξ αρχής, ότι η Βουλιαγμένη παρά την μακραίωνη ιστορία της κατά τα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια (δηλ. από το έτος 1950 έως το έτος 2020 – εβδομήντα χρόνια τώρα) έζησε πάνω στο σώμα της και την ψυχή της όλα όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην οικιστική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας. Η Βουλιαγμένη ως τόπος και ως συνείδηση του ιδίου τόπου της, δεν επέβαλε η ίδια τους κανόνες για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Άλλες, αλλότριες προς το πνεύμα της Βουλιαγμένης αντιλήψεις, επέβαλαν την κυριαρχία τους. Αυτές τις ψευδώνυμες αναπτυξιακές αντιλήψεις αντικρούει η νέα «πλατεία των Νυμφών». Σ’ αυτή την πλατεία κατοικούν ξανά οι Νύμφες: έχει επιτευχθεί η τέλεια ισορροπία (θετική διαμεσολάβηση, στη δική μου γλώσσα της πολιτικής φιλοσοφίας) ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία. Ανάμεσα στα πλάσματα της φύσης και τα δημιουργήματα της κοινωνίας. Θα προχωρούσα ακόμη περισσότερο στο θεωρητικό-πολιτικό προβληματισμό μου εάν τόνιζα, ότι η «ανακατασκευή» της πλατείας Νυμφών ήταν κάτι το οποίο χρωστούσε η μεταπολεμική αναπτυξιακή διαδικασία της Βουλιαγμένης στον ίδιο τον τόπο. Αλλά αυτός ο ισχυρισμός μου ακούγεται παράταιρος και δεν συναντάει καμία άλλη φωνή να μιλήσει μαζί της.
Αγαπητοί φίλοι και αναγνώστες, με απλά λόγια υποστηρίζω, ότι το πολιτικό έργο του Γρηγόρη Κωνσταντέλλου, στην περίπτωση της «πλατείας Νυμφών» δεν κρίνεται με μικροπολιτικά κριτήρια του τύπου: να συγκρίνουμε πώς ήταν η πλατεία τόσα χρόνια πριν και πώς έγινε σήμερα. Φυσικά και αυτό το κριτήριο της αναδημιουργίας μετράει και περιμένω ολόκληρη η αντιπολίτευση στη Δημοτική Αρχή, να αναγνωρίσει το μέγιστο πολιτικό αυτό επίτευγμα. Η γενναιόδωρη ευγνωμοσύνη, ως οφειλόμενη τιμή και συγγνώμη προς τον Δήμαρχο, θα πρέπει να είναι και η πολιτική (;) στάση ποικιλώνυμων θνησιγενών τοπικών κινήσεων, οι οποίες με καλούσαν επί χρόνια να συμμετέχω στον ακτιβισμό τους εναντίον της ανάπλασης. Δύο όμως είναι τα σημαντικότερα ζητήματα που τέθηκαν επί τάπητος με αφορμή την ανάπλαση της «πλατείας Νυμφών» στο καθολικότερο πολιτικό επίπεδο. Το πρώτο αναφέρεται στο καθ’ εαυτό πολιτικό έργο κάθε εξουσίας (είτε πρόκειται για ομοσπονδιακή, εθνική ή τοπική εξουσία). Και το δεύτερο συνδέεται με την άσκηση της πολιτικής στις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής.
Η «πλατεία των Νυμφών» στη Βουλιαγμένη αποτελεί μετά την ανάπλασή της, το πρότυπο για κάθε θετική διαμεσολάβηση που μπορεί να επιτευχθεί ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση. Επιγραμματικά αναφέρω τη σύγκριση ανάμεσα σε δύο πλατείες του ίδιου Δήμου, την πλατεία Ιμίων στη Βούλα και την πλατεία Νυμφών στη Βουλιαγμένη. Στην πρώτη πλατεία, τα πρωτεία τα έχουν το εμπορευματικό πνεύμα του καπιταλιστικού κέρδους και η αντικοινωνική συμπεριφορά των θαμώνων στα εστιατόρια, που την μετατρέπουν σε «παιδότοπο». Στη δεύτερη, στην «πλατεία Νυμφών», μετά από πολιτικούς αγώνες και κοινωνικές κινητοποιήσεις «φτιάξαμε» όλοι εμείς, οι δημότες, οι κάτοικοι, οι επισκέπτες, οι τουρίστες, έναν «τόπο» τον οποίο ζηλεύουν και θα ήθελαν να ζήσουν οι κάτοικοι της οικουμένης.
*Ο Θεόδωρος Γεωργίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο