Βάρκιζα: Από την ειδυλλιακή τρυφερότητα στη στίλβη της λεωφόρου

Το παρελθόν έχει την τάση να εξιδανικεύεται στο μυαλό μας, να επιστρέφει στο παρόν ως γλυκιά ανάμνηση, απαλλαγμένη από όλα τα ψεγάδια. Τη διαχρονική αυτή τάση των ανθρώπων να αναπολούν την περασμένη εποχή που η σύγχρονή τους άλλαξε σε κάποια καίρια στοιχεία επιβεβαιώνει ένα αξιόλογο δημοσίευμα για τη Βάρκιζα, που αλιεύθηκε από την εφημερίδα Ελευθερία της Κυριακής 27 Μαΐου 1962 και παρατίθεται παρακάτω με μια μικρή συντόμευση λόγω μεγέθους.

Ο Σπύρος Μελάς, ένας από τους πιο παραγωγικούς και γνωστούς δημοσιογράφους της εποχής του, υπογράφει μια νοσταλγική επιφυλλίδα όπου περιγράφει τη μετάβαση της παραλίας της Βάρκιζας από την αθώα προπολεμική εποχή στην περίοδο της τουριστικής ανάπτυξης που έφερε η διάνοιξη της παραλιακής λεωφόρου. Οι άνθρωποι και σήμερα νοσταλγούν το παρελθόν, καθώς δεν μπορούν να σταματήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Η νεωτερική εποχή της δεκαετίας του 1960 τότε ταυτιζόταν με την πρόοδο, σήμερα έχει γίνει η ίδια αντικείμενο αναπόλησης…

Ο αρθρογράφος δεν διασώζει μόνο τοπογραφικά και εθνογραφικά στοιχεία της περιόδου μέσω της καυστικής του κοινωνικής ματιάς, δίνει και στον αναγνώστη ένα εξαιρετικό δείγμα δημοσιογραφικής γλώσσας που δεν καλλιεργείται πια. Γι’ αυτό διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην του πολυτονικού συστήματος.


Χρονικό μιας ακτής

Η Βάρκιζα ήτανε μια υγρή ερημιά το χειμώνα, μ’ ένα μικρό άλσος πεύκων, μια φευγαλέα, χαρούμενη πινελιά στο βλοσυρό τοπίο. Το καλοκαίρι άλλαζε. Υπάρχει αμμουδιά μερικών εκατοντάδων μέτρων, ολόστρωτη, βελουδένια, όπου λουλουδίζουν τα πολύχρωμα μαγιό, που για λόγους πορτοφολιού (ή άλλους) δεν μπορούν να φτάσουν μέχρι Κόστας των Σπετσών ή μέχρι Μυκόνου. Ένας πληθυσμός παραθεριζόντων δευτέρας και τρίτης ζώνης έδινε ζωή γύρω από ξύλινα ή λιθόκτιστα (ελάχιστα) σπιτάκια. Αλλά Βάρκιζα εσήμαινε προ πάντων «Τρε Ζολί», ένα κέντρον όπου ο καπετάνιος της βατικιώτικης ψαροπούλας προσκόμιζε τις αρχοντιές της θάλασσας, το πετρομπάρμπουνο που όταν μπαίνει στη σκάρα μυρίζει καβούρι, το λιθρίνι με τις ροζ και ασημένιες ανταύγειες, που σήκωνε την ουρά του στο τηγάνι να καυχηθεί για τη φρεσκάδα του και τον αστακό, που δοκίμαζε την πανοπλία του επάνω στ’ αθώα τοιχώματα του καλαθιού, για να το δείξει στο γλεντζέ που είχε τραπεζωθή με τη φιλεναδούλα του αντίκρυ στο πέλαγος, για να κάμουν τα περιστέρια που ρουκουλίζουν και ραμφίζονται. Ήταν ένα καταφύγιο της ειδυλλιακής τρυφερότητας.

[…]

Ύστερα, τι απρόοπτη περίοδος! Αυτά όλα τάφαγε ξαφνικά η πολιτική – η επισημότης. Η Βάρκιζα, από ειδυλλιακό ακρογιάλι, έγινε συνωφριωμένη τοποθεσία γεγονότων διεθνούς σημασίας. Το άσημον όνομά της, το άγνωστο και… αλβανικό –η κατάληξις «ζα» είναι αρβανίτικη και υποκοριστική, Βάρκιζα θα πη «βαρκούλα»– αντήχησε μακρυά, διεπέρασε την ομίχλη του Λονδίνου, ακούστηκε μέσα στους πολυκαιρινούς τοίχους της Βουλής των Κοινοτήτων. Ο «Τρεζολής», τα τραπεζάκια, οι παράγκες, τα σπιτάκια, οι γλάροι, τα μαγιό, τα ειδύλλια μπήκαν στη Μεγάλη Ιστορία του Κόσμου. Η συνθήκη στης Αμιένης, η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η συνθήκη των Σεβρών και η συνθήκη, η συμφωνία της Βάρκιζας!… Σπάνια ελληνικό τοπίο είχε τέτοια τύχη. Εκείνο το χαρτί που υπεγράφη εκεί με μπύρες και τυρόπιττες, είχε συνέπειες. Εδημοσιεύθησαν άρθρα με τον απίστευτο τίτλο: «Η Μεγάλη Βρεταννία και η Βάρκιζα» – «Η Βάρκιζα και αι Ηνωμέναι Πολιτείαι»!

Και όταν η δόξα εκείνη ωχρίασε κι ελησμονήθη, ήρθε η μεγάλη τουριστική λεωφόρος του Σουνίου να σηκώσει πάλι τη Βάρκιζα – να την κάνη μια από τις ωραιότερες πτυχές της κορδέλλας – ένα σημαντικό σταθμό της διαδρομής. Τα παραγκάκια έχουν εξαφανισθή. Οι προχειρότητες έφυγαν. Εφύτρωσαν επαύλεις με περιβόλια περιποιημένα, όπου το τριαντάφυλλο ανοίγει ρωμαλέο, στο πείσμα της άλμης και η μπουκαμβίλια βρίσκει τον καλύτερο προσανατολισμό και θεριεύει. Εφύτρωσαν όμορφα πολιτισμένα κέντρα, όπου μπορεί να πάρει κανείς ένα τσάι σερβιρισμένο ευρωπαϊστί και να φάτε τη γλώσσα γκραντιναρισμένη σαν τα όστρακα του Αγίου Ιακώβου στου Μπασσύ. Φύτρωσαν ακόμη και ξενοδοχεία μοντέρνα, καθαρά όπου πριν από το θαλάσσιο μπάνιο μπορείτε να πάρετε ένα θερμό λουτρό, που ανοίγει τους πόρους, να δεχθή την αλμύρα και το ιώδιο.

Τα ψάρι, βέβαια, αποτελεί την κύρια λιχουδιά της κουζίνας των εστιατορίων. Είναι ό,τι ξαγκιστρώθηκε από το νυκτερινό παραγάδι ή μάλλον βγήκε από τα δίχτυα του ψαροκάικου, που όταν έρχεται ν’ αράξει το ακολουθεί ολόλευκη εναέρια συνοδεία από γλάρους, που τρέφουν την ελπίδα ότι κάτι θα τσιμπήσουν από τη συγκομιδή, όταν φθάσουν στην ακτή. Παντού στίλβουν ρύγχη αυτοκινήτων. Κοντά σε κάθε κέντρο αραδιάζονται και σταθμεύουν, πολλές φορές με αριθμούς ξένους, μακρυνών χωρών. Οι ξένοι προτιμούν την ελεύθερη ακτή της και τα γραφικά κέντρα της, που παρέχουν κάθε ευκολία σε όσους θέλουν να πάρουν το λουτρό τους. Η παλιά πατριαρχική οικειότης των «Τρεζολήδων» δεν υπάρχει βέβαια σήμερα. Έχουν απομείνει μαγαζάκια του παλιού ύφους, όπου παρατηρούνται παράδοξοι συνωστισμοί αυτοκινήτων. Αλλά τους εξηγεί κάποιο εξαιρετικό «στουπί» – κοκκινέλι Μεσογείων.

Σπύρος Μελάς