«Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι / μες τα θερινά τα σινεμά / νύχτες που περνούν / που δε θα ξαναρθούν / μ’ αγιόκλημα και γιασεμιά», τραγουδούσε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο μουσικός που έχει συνδέσει το όνομα του με τη Βουλιαγμένη όσο λίγοι, μετά το ιστορικό πάρτι στην πλαζ, μια δευτεριάτικη νύχτα με πανσέληνο τον Ιούλιο του ’83. Και έτσι είναι. Τα θερινά σινεμά, απόλυτα ταιριασμένα με την Ελλάδα, δεν είναι μόνο ταινίες. Είναι τα μεθυστικά αρώματα απ’ τα νυχτολούλουδα, τ’ αγιόκλημα και τα γιασεμιά. Είναι ο ήχος απ’ το χαλικάκι κάτω απ’ τα πόδια. Είναι η ελευθερία μετά την κλεισούρα του χειμώνα. Είναι η χαρά του να απολαμβάνεις μια ταινία με παρέα, πίνοντας κρύα μπύρα. Είναι οι ελληνικές καλοκαιρινές βραδιές.
Η ιστορία μιας ελληνικής ιδιαιτερότητας
Στην Ελλάδα ο θεσμός ξεκίνησε στις αρχές του περασμένου αιώνα από πλανόδιους που έστηναν ένα πανί και έκαναν υπαίθριες προβολές. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα ανοίγει ο πρώτος θερινός κινηματογράφος. Στην περιοχή μας, το πρώτο θερινό σινεμά άνοιξε στα τέλη του ’50. Μέχρι τότε όσοι Αθηναίοι παραθέριζαν σε Βάρκιζα και Βουλιαγμένη, απολάμβαναν ταινίες που δεν είχαν προλάβει να δουν τον χειμώνα, με γκαζόζα, πασατέμπο και σποράκια, στο «Μαϊάμι» και στο «Ρίο» στη Γλυφάδα, συνδυάζοντας το θέαμα με τον χορό που συνήθως ακολουθούσε στο παραλιακό «Silver House». Άλλες βραδιές ανέβαιναν Παλαιό Φάληρο, στο «Διάνα» που λειτουργούσε κοντά στο ζαχαροπλαστείο του Παχού. Έφθαναν μέχρι και πλατεία Νέας Σμύρνης, για το «Αστόρια» που λειτουργούσε έναντι της «Εστίας» και το «Σπόρτινγκ» με την υπέροχη κλασική ταράτσα του.
Το 1958 ανοίγει στη Βούλα ο πρώτος θερινός κινηματογράφος της περιοχής. Ήταν η «Βιολέτα» επί της Βασιλέως Παύλου. Έναν χρόνο μετά, στον ίδιο δρόμο, ανοίγει ο «Πλανήτης». Το 1961 ξεκινά τη λειτουργία του και το «Κάπρι», επί της Ήρας και Θησέως, στη Βουλιαγμένη και το 1963 το «Ria» στη Βάρκιζα, κοντά στου Γεωργιάδη. Η «Ακτή» στη Βουλιαγμένη άνοιξε τη δεκαετία του ’70 και συγκεκριμένα το 1974 και αφού είχε κλείσει το «Κάπρι». Ακολουθεί το «Βάρκιζα». Το πρώτο θερινό επί της οδού Χίου άνοιξε το 1978 και έπαψε να λειτουργεί το 1999, οπότε άνοιξε το υπάρχον στην οδό Θάσου. Απ’ τους παραπάνω θερινούς κινηματογράφους της περιοχής, τρεις συνεχίζουν να λειτουργούν σε πείσμα των καιρών. Μάλιστα, το «Ria» στη Βάρκιζα κλείνει εφέτος 60 χρόνια συνεχούς -αν εξαιρεθεί η περίοδος της πανδημίας- λειτουργίας.
«Ρία»
«Το “Ria” είναι οικογενειακός κινηματογράφος. Τον ξεκίνησε ο παππούς μου και του έδωσε το όνομα της γιαγιάς μου, της Σωτηρίας. Τον συνέχισε ο πατέρας μου, και τώρα εγώ, τρίτη γενιά», λέει μιλώντας στον «Δημοσιογράφο» ο ιδιοκτήτης του σινεμά Σωτήρης Μπαγλατζής. «Τη δεκαετία του ’60, τα σινεμά παρουσίασαν άνθιση. Σιγά σιγά όμως άρχισε να μειώνεται η κίνηση και τα σινεμά έκοβαν λιγότερα εισιτήρια. Το περίεργο είναι ότι όσο η χώρα “ανθίζει”, τόσο “πέφτει” η κίνηση στα σινεμά. Αυτό συνέβη το 2004, 2005, 2006. Από το 2008-2009 και μετά, δηλαδή στα χρόνια της κρίσης, τα σινεμά ξαναπήραν την ανιούσα. Τότε, το 2009, ανακαινίσαμε και τον χώρο. Η περίοδος της πανδημίας ήταν καταστροφική για τους κινηματογράφους και ακόμη δεν έχουμε ανακάμψει απολύτως ως κλάδος. Δεν έχουμε πιάσει, δηλαδή, τα προ Covid νούμερα», αναφέρει.
Το Cine Ria έχει 320 καθίσματα. Προβάλλει ως επί το πλείστον ταινίες πρώτης προβολής, τις οποίες μπορεί κανείς να τις απολαύσει τρώγοντας σουβλάκι σε καλαμάκι ή hot dog, με πατάτες τηγανιτές και το δημοφιλές παγωτό μηχανής του. Η γενική είσοδος είναι 8,5 ευρώ και το παιδικό εισιτήριο ανέρχεται στα 6,5 ευρώ. Ειδικά κάθε Τρίτη το εισιτήριο είναι στα 6,5 ευρώ για μικρούς και μεγάλους.
«Βάρκιζα»
Λίγο πιο ψηλά βρίσκεται ο νεότερος κινηματογράφος «Βάρκιζα». «Την περίοδο της πανδημίας οι κινηματογράφοι ήταν κλειστοί και όταν επετράπη η λειτουργία τους είχαν περιορισμένη κίνηση. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχουμε φθάσει στα επίπεδα προ πανδημίας», τονίζει ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου Σπύρος Πανάς. Η οικογένειά του εξηγεί βρίσκεται στο χώρο του κινηματογράφου από παλιά. Ο παππούς του και ο πατέρας του ήταν αιθουσάρχες, ενώ ο ίδιος ασχολήθηκε και με τον κινηματογραφικό εξοπλισμό. Το θερινό σινεμά (το «Βάρκιζα» έχει και δύο κλειστές αίθουσες) έχει 250 καθίσματα. Η γενική είσοδος είναι 8,5 ευρώ, ενώ το μειωμένο εισιτήριο 6,5 ευρώ. Απολαμβάνοντας την ταινία μπορεί κανείς να καταναλώσει πίτσα, ποπ κορν, κρύα μπύρα και υπέροχα παγωτά.
«Ακτή»
Ο τρίτος θερινός κινηματογράφος της περιοχής είναι η «Ακτή» στη Βουλιαγμένη, με 400 καθίσματα. Λειτουργεί ανελλιπώς από το 1974, σήμερα υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Πανταζή. Και είναι βέβαιον ότι θα συνεχίσει να λειτουργεί αφενός μεν «γιατί ο κόσμος της Βουλιαγμένης τον αγαπά», όπως λέει ο κ. Πανταζής, αφετέρου δε διότι το κτίριο είναι διατηρητέο. «Το κτίσμα ανήκει στην οικογένεια και το οικόπεδο στην Εκκλησία. Επειδή πριν από πολλά χρόνια είχαν ξεκινήσει συζητήσεις για την κατεδάφισή του, έγιναν οι σχετικές ενέργειες και το κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο από την τότε ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού», εξηγεί. Η γενική είσοδος στην «Ακτή» είναι 8,5 ευρώ, αλλά κάθε Τετάρτη το εισιτήριο είναι 6,5 ευρώ. Μπορεί κανείς να απολαύσει, βλέποντας την ταινία, τοστ με γαλοπούλα, hot dog, ποπ κορν, ένα ποτηράκι κρασί ή μια παγωμένη μπύρα.