Η Τέχνη στον δημόσιο χώρο

Της Έλλης Κοκολιού

Αφορμή γι’ αυτό το άρθρο, αποτελεί αναμφισβήτητα το νέο γλυπτό «Taurocathaption» που τοποθετήθηκε στην πόλη μας και συγκεκριμένα στη νέα πλατεία της Βάρκιζας, ολοκληρώνοντας με αυτό τον τρόπο την ανάπλασή της.

Το άγαλμα του διεθνούς φήμης καλλιτέχνη, κ. Κωστή Γεωργίου, το τρίτο που τοποθετείται στον Δήμο μας, μετά το «Equus» στη Βουλιαγμένη και το «Anatasis» στην πλατεία Βούλας, εμπνέεται από το άθλημα της μινωικής εποχής Ταυροκαθάψια, στο οποίο ο αθλητής εκτελούσε άλματα πάνω από έναν ταύρο. Η γιορτή ήταν αφιερωμένη στον θεό Ποσειδώνα, του υπέρτατου θεού των υδάτων, (λιμνών, ποταμών, πηγών) και της θάλασσας. Το άθλημα των Ταυροκαθάψιων, σε αντίθεση με την ταυρομαχία, δεν απαιτούσε το φόνο των ταύρων αλλά είχε σκοπό να αναδείξει την τόλμη και την ευλυγισία των αθλητών. Συγκεκριμένα, τέσσερις άνδρες και γυναίκες κρατούσαν ξύλινα ρόπαλα και τριγυρίζοντας τον ταύρο, ένας από αυτούς προσπαθούσε να ανέβει στη ράχη του ζώου και κρατώντας τα κέρατα του εκτελούσε διάφορες ακροβατικές ασκήσεις.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η τοποθέτηση του «Taurocathaption», έχει προκαλέσει έντονη δημόσια συζήτηση και έχει δεχθεί τόσο αρνητική όσο και θετική κριτική.

Οι αρνητικές κριτικές εστιάστηκαν τόσο στην αισθητική του εν λόγω έργου, το κατά πόσο ταιριάζει με τη φυσιογνωμία της περιοχής, το κόστος που είχε για τον Δήμο (16.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στο κόστος χύτευσης και τοποθέτησης του γλυπτού) όσο και για την ίδια την δωρεά του καλλιτέχνη και κατά πόσο θα έπρεπε να την δεχθεί ο Δήμος.

Οι θετικές γνώμες εστίασαν στην αναβάθμιση του νέου δημόσιου χώρου και της νέας πλατείας και της ευκαιρίας που δίνεται στους πολίτες και επισκέπτες που κατακλύζουν την περιοχή ιδιαίτερα τους θετικούς μήνες, να έρθουν σε επαφή με έργα τέχνης.

Την ημέρα παραλαβής και τοποθέτησης του γλυπτού στη νέα πλατεία, ο Δήμαρχος Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης κ. Γρηγόρης Κωνσταντέλλος, σε δηλώσεις του σε τοπικό μέσο της περιοχής, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να μετατρέψει τον Δήμο μας σε μία «υπαίθρια γλυπτοθήκη», απευθύνοντας κάλεσμα και σε άλλους καλλιτέχνες, να ακολουθήσουν το παράδειγμα του κ. Γεωργίου και να δωρίσουν στον Δήμο έργα τους, τα οποία θα κοσμήσουν τους κοινόχρηστους χώρους της πόλης μας.

Αφορμής δοθείσης από το κάλεσμα του Δημάρχου και από τη συζήτηση που έχει δημιουργηθεί, μπορούμε να πούμε ότι η τοποθέτηση αυτού του γλυπτού στην Βάρκιζα, έχει πετύχει σε μεγάλο βαθμό τον σκοπό της. Και ποιος είναι αυτός; Το αν αρέσει αισθητικά ή όχι το συγκεκριμένο γλυπτό σε ορισμένους κατοίκους ή επισκέπτες της περιοχής είναι ένα ζήτημα. Το ότι όμως έχει ξεκινήσει τη συζήτηση για τον ρόλο της Τέχνης που εκτίθεται στους δημόσιους χώρους (πλατείες, πάρκα, πεζοδρόμια, κενές όψεις κτιρίων) της πόλης μας και πώς αυτή δύναται να αλληλεπιδρά με την πόλη και κατ’ επέκταση τον άνθρωπο, είναι ένα άλλο ζήτημα και κατά τη γνώμη μου το επιθυμητό και το πλέον σημαντικό.

Γιατί η Τέχνη, εκτός από ένα μέσο έκφρασης και εξωτερίκευσης συναισθημάτων και σκέψεων του δημιουργού, αποτελεί παράλληλα και ένα μέσο επικοινωνίας. Ένα μέσο επικοινωνίας όπου οι θεατές/πολίτες γίνονται κοινωνοί του έργου του καλλιτέχνη που βρίσκεται στον δημόσιο χώρο και μεταξύ τους δημιουργείται ένας «ανοιχτός διάλογος». Υπό αυτό το πρίσμα, η συνύπαρξη τέχνης και δημοσίου χώρου μπορεί να δώσει το έναυσμα για την αναβάθμιση των δημόσιων χώρων και να προσδώσει ταυτότητα και χαρακτήρα σε μία συγκεκριμένη περιοχή (να λειτουργήσει δηλαδή ως τοπόσημο).

Και σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμο να σταθούμε και να φανταστούμε τους δημόσιους χώρους της πόλης μας σαν μία δεξαμενή συζητήσεων, διαφωνιών, σκέψεων και συναισθημάτων των θεατών/πολιτών μέσω της παρεμβατικής παρουσίας του έργου μέσα στον δημόσιο χώρο. Και η παρουσία των τριών έργων του κ. Γεωργίου στην πόλη μας, μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο και για τα δύο. Αφενός για την προσέλκυση και άλλων καλλιτεχνικών έργων που θα κοσμήσουν τους δημόσιους χώρους της πόλης μας και αφετέρου στη δημιουργία μιας διακριτής πολιτισμικής ταυτότητας για την πόλη μας, που θα έχει πολλαπλά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη και θα μας δώσει ισχυρά ερεθίσματα για να ανακαλύψουμε ξανά και να φανταστούμε την πόλη μας και τη ζωή μας.

Κλείνω με την τελευταία φράση από το κείμενο του Δημήτρη Μυταρά «Τι είναι τέχνη;» (2007): «Δεν είναι υποχρεωτικό να αισθάνεστε και να αγαπάτε την τέχνη. Απλώς είναι ένα προνόμιο. Αλλά τι προνόμιο!».