Ένα σχολείο με κρεβάτια αντί θρανία στο Ασκληπιείο Βούλας

Ένα μη καταγεγραμμένο μέχρι σήμερα κεφάλαιο της τοπικής ιστορίας της Βούλας αλλά και της ιστορίας της εκπαίδευσης στην Ελλάδα βρίσκεται σκονισμένο σε ένα από τα παλιά φύλλα που φυλάσσονται στο αρχείο εφημερίδων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Συγκεκριμένα, στο φύλλο της Κυριακής 26ης Ιουλίου 1959 της εφημερίδας Ελευθερία βρίσκουμε ένα όμορφο ρεπορτάζ που υπογράφει ο Α. Αλεξανδρόπουλος και φέρει τίτλο «Το εκπαιδευτήριο του Ασκληπιείου, Ένα σχολείο με κρεβάτια αντί θρανίων στη Βούλα».

Είναι ένα δίστηλο κείμενο, μέρος μιας σελίδας ποικίλης ύλης, πλάι σε ένα διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου και σε ένα ταξιδιωτικό χρονογράφημα του Φώτη Κόντογλου. Η εφημερίδα αποτελείται από 12 σελίδες μεγάλου μεγέθους, κόστιζε 1,5 δραχμή και τα ελεύθερα ρεπορτάζ της, όπως το συγκεκριμένο, θα λέγαμε ότι ανήκουν στο ευρύτερο φάσμα της λογοτεχνίας, καθώς εκτός από ενημερωτικό χαρακτήρα έχει και έντονο προσωπικό ύφος.

Στο ρεπορτάζ μαθαίνουμε ότι το 1938 ιδρύθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό ένα Δημοτικό Σχολείο εντός του νοσοκομείου, όπου τα παιδιά τα οποία νοσηλεύονταν επί μήνες φοιτούσαν κανονικά για να μη χάνουν τάξεις. Σημειωτέον ότι κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του τη δεκαετία του ’20, στο Ασκληπιείο θεραπεύονταν ως επί το πλείστον παιδιά, καθώς ήταν σανατόριο για τη θεραπεία της φυματίωσης των οστών, των αρθρώσεων και του ραχιτισμού που προσέβαλε τότε κυρίως μικρούς ασθενείς. Από το 1948 ξεκίνησε τη λειτουργία του ως γενικού ορθοπαιδικού νοσοκομείου εξελισσόμενο σταδιακά σε ένα σύγχρονο θεραπευτήριο.

Στο κτήριο Αθανασάκειο που υφίσταται ακόμη, από τη δεκαετία του ’30 δασκάλες παρέδιδαν τα μαθήματα του σχολείου σε παιδιά που νοσηλεύονταν για μακρό χρονικό διάστημα

Όπως γράφει και Α. Αλεξανδρόπουλος στο ρεπορτάζ του για τα χρόνια μετά το 1938, «την εποχή εκείνη μοναδικό θεραπευτικό μέσο για τις ασθένειες του είδους ήταν η ηλιοθεραπεία. Ο χρόνος θεραπείας ήταν μεγάλος και επομένως το σχολείο απαραίτητο». Αναφερόμενος στη σύγχρονή του εποχή, στο τέλος δηλαδή της δεκαετίας του 1950, ο αρθρογράφος αναφέρει: «Σήμερα, εποχή της πενικιλίνης, ο χρόνος αυτός έχει σμικρυνθεί. Τούτο δεν εμείωσε την αξία του σχολείου». Προς επίρρωση της σημασίας του σχολείου και για να κατανοήσουμε τους χρόνους ανάρρωσης, η εφημερίδα αναφέρει κάποια πραγματικά εύγλωττα στοιχεία: Κατά τη σχολική χρονιά 1958-59 γράφτηκαν στο Δημοτικό Σχολείο του Ασκληπιείου 133 μαθητές, από τους οποίους 66 έφτασαν ως το τέλος της χρονιάς και αποφοίτησαν. Η φοίτηση ήταν προαιρετική και στους ίδιους θαλάμους νοσηλεύονταν και παιδιά που δεν παρακολουθούσαν μαθήματα. Την ευθύνη διδασκαλίας των παιδιών είχαν 5 εκπαιδευτικοί κατά την περίοδο που περιγράφει το άρθρο: Η διευθύντρια του σχολείου Νίκη Χαϊδευτού, η νηπιαγωγός Θεανώ Θεοφανίδου και οι δασκάλες Αντιγόνη Λαβδιώτου, Τασία Κεχαγιόγλου και Μαρία Αλεξοπούλου.

«Στέκονται με αφοσίωση δίπλα στα άρρωστα παιδιά που ακινητούν στα κρεβάτια τους ή βαδίζουν αλύγιστα. Είναι μανάδες, νοσοκόμες και δασκάλες μαζί. Δεν διδάσκουν μόνο στα παιδιά ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Τα ντύνουν, τα φροντίζουν, τα προσέχουν, τους γράφουν «γράμματα» από το σπίτι τους, τους δίνουν τη στοργή τους, το χάδι τους, το χαμόγελό τους, την αγάπη τους», περιγράφει ο δημοσιογράφος της Ελευθερίας.

Η ανυπαρξία θρανίων και η ανάρτηση του πίνακα στους μεγάλους θαλάμους με τα κρεβάτια δεν ήταν η μόνη ιδιαιτερότητα του σχολείου αυτού. Όπως διαβάζουμε από τον δημοσιογράφο που επισκέφτηκε το Ασκληπιείο τότε, «την ώρα που παραδίδουν μάθημα η νοσοκόμα θα μπει με την ένεση στο χέρι. Ο μαθητής αν δεν έχει συνηθίσει, θ’ αρχίσει να κλαίει και να φωνάζει. Τότε η δασκάλα αφήνει το βιβλίο και τρέχει κοντά του. Θα του πει και παραμύθι ακόμη για να καμφθεί. Σαν φύγει η νοσοκόμα θα ‘ρθει ο γιατρός ή το φορείο που θα πάρει το παιδί για τις ακτίνες ή, ή, ή. Το μάθημα έτσι διακόπτεται και επαναλαμβάνεται την άλλη μέρα που όλοι είναι παρόντες. Υπάρχει και ο θόρυβος που κάνουν τα άλλα παιδιά του θαλάμου –καθένας έχει 60 ασθενείς– όταν η μια τάξη –15 περίπου παιδιά η κάθε μία– κάνει μάθημα. Χωρίσματα δεν υπάρχουν».

Η Ελευθερία καταγράφει σε ανθρώπινο επίπεδο μία από τις οδυνηρές παρενέργειες της μακράς νοσηλείας για κάποια παιδιά: «Μεταξύ των μαθητών υπάρχουν πολλοί που δεν δέχονται ποτέ μια επίσκεψη. Είναι ορφανά ή τα σπίτια τους είναι μακριά. Και οι πέντε δασκάλες τους, απευθύνουν έκκληση στους συνανθρώπους, φιλανθρωπικά σωματεία κ.λπ. να βοηθήσουν αυτούς τους ερημίτες». Και το κείμενο καταλήγει σπαρακτικά: «Όλοι πρέπει να φροντίσουμε ώστε το χαμόγελο να συντροφεύει πάντοτε τους μικρούς μαθητάς ασθενείς που περνούν τις ώρες τους στα καλούπια του γύψου».

Οι τάξεις – θάλαμοι του Ασκληπιείου λειτουργούσαν σε κτήρια που υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Συγκεκριμένα, στο «Αθανασάκειο», όπου σήμερα στεγάζονται δύο σύγχρονες χειρουργικές κλινικές και μια αίθουσα αποκατάστασης, και στο κτήριο «Αικατερίνη Α’» που σήμερα δεν χρησιμοποιείται πλέον και έχει μείνει ένα ερείπιο.