Ο τοπικός Τύπος αναμετριέται ανέκαθεν με το κακό του όνομα. Με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, ο κανόνας ταυτίζει τον τοπικό Τύπο με εκδότες που θεωρούν ιερό δικαίωμά τους να εισπράττουν χρήματα από πολιτικά πρόσωπα και δημόσιους φορείς χωρίς να παρέχουν κάποιο ενημερωτικό έργο, με σελίδες που στερούνται κάθε πρωτοτυπία, με κείμενα που έχουν αντληθεί αποκλειστικά από δελτία Τύπου ή άλλα μέσα ενημέρωσης και με έλλειψη επαγγελματισμού που αποτυπώνεται στα ορθογραφικά λάθη, τις ασυνταξίες, την αδιάφορη θεματολογία, τις προσωπικές εμπάθειες.
Ο τοπικός αυτός Τύπος ήταν δημιούργημα πολιτικών αποφάσεων που κατά τις χρυσές προ-μνημονιακές δεκαετίες της ευημερίας επέτρεψαν σε εκατοντάδες τοπικές εκδοτικές επιχειρήσεις να ανθίσουν εισπράττοντας έμμεσες επιδοτήσεις. Πώς; Υποχρεώνοντας με νόμο όλες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις να δημοσιεύουν τους ετήσιους ισολογισμούς τους στα φύλλα τους, υποχρεώνοντας και τους δημόσιους φορείς να χρησιμοποιούν τις σελίδες των τοπικών εφημερίδων ως πίνακα ανακοινώσεων για κάθε διακήρυξη διαγωνισμού, απόφαση προσλήψεων κ.ο.κ. με καθορισμένο από το κράτος τιμοκατάλογο.
Τα έσοδα αυτά κάποτε αρκούσαν για να καλύπτουν όλα τα πάγια έξοδα μιας εφημερίδας, χωρίς οι εκδότες ή οι δημοσιογράφοι να κουραστούν για να γράψουν έστω και μία λέξη. Ήταν η εποχή πριν την έλευση του διαδικτύου που η δημοσίευση στην εφημερίδα εξασφάλιζε την ελάχιστη δημοσιότητα που απαιτείτο νομικά για κάθε ανάλογο κείμενο – αν και ελάχιστα είναι πιθανό να δώσει κάποιος αναγνώστης προσοχή ή ακόμη και να καταφέρει να διαβάσει τα μικροσκοπικά στοιχεία των σχετικών σελίδων. Με το Μνημόνιο η σχετική υποχρέωση των ιδιωτικών εταιρειών έπαυσε να ισχύει, ενώ η ανάλογη υποχρέωση των Δήμων και άλλων δημόσιων φορέων περιορίστηκε δραστικά, παίρνοντας μέχρι σήμερα διαρκείς παρατάσεις κατόπιν πολιτικών πιέσεων. Έκτοτε οι τοπικές εφημερίδες διέρχονται μια έντονη υπαρξιακή κρίση.
Έχει άραγε αξία να ασχοληθεί κανείς σήμερα με την ποιότητα του τοπικού Τύπου; Οπωσδήποτε βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση καθώς τα νέα μέσα, οι ενημερωτικές ιστοσελίδες και τα ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα, καθορίζουν διαφορετικούς κανόνες στην επικοινωνία, διαμορφώνοντας μια νέα δημοσιογραφία. Τα έντυπα πάντως διατηρούν το κύρος τους, θεωρούνται περισσότερο επιδραστικά και απευθύνονται σε ένα κοινό το οποίο δεν έχει πρόσβαση στη νέα τεχνολογία. Καλούνται παράλληλα να αναπροσαρμόσουν τη στρατηγική επιβίωσής τους, κόβοντας τους δεσμούς τους με το δημόσιο ταμείο.
Στο υβριδικό αυτό επικοινωνιακό περιβάλλον, το τοπικό περιεχόμενο και η ενημέρωση για τη γειτονιά και τον Δήμο μπορεί να έχει μια ξεχωριστή θέση στην καθημερινότητα των πολιτών και στον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουν τα τεκταινόμενα γύρω τους. Το πεδίο αποφάσεων των δημοτικών αρχών που καθορίζουν την ποιότητα ζωής και την καθημερινότητα στις πόλεις είναι πλέον τόσο ευρύ και ταυτόχρονα εξειδικευμένο που δεν χωρά στα δελτία ή τις αναρτήσεις των κεντρικών μέσων ενημέρωσης. Η υπόθεση του τοπικού Τύπου είναι ένα ανοιχτό στοίχημα και μια μάχη που πρέπει να δοθεί.
Για το λόγο αυτό καμία συναδελφική αλληλεγγύη δεν μπορεί να αποτρέψει τον «Δημοσιογράφο» να πάρει ανοιχτά θέση και να καταγγείλει την ωμή και ομολογημένη λογοκρισία που υπέστη από την τοπική εφημερίδα Εβδόμη ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και κάτοικος Βούλας, Θεόδωρος Γεωργίου. Παρότι τακτικός αρθρογράφος με σχολιαστική στήλη γνώμης η οποία δεν δεσμευόταν από την επικαιρότητα, κατήγγειλε με επιστολή του στις 25 Ιουνίου «τρία, κατά σειρά, συμβάντα λογοκρισίας για κείμενά μου, τα οποία ποτέ δεν δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα σας», που τελικώς τον οδήγησαν να δηλώσει ότι διακόπτει κάθε συνεργασία με το μέσο. Η εφημερίδα απάντησε μεν στην επιστολή παραίτησης αλλά δεν είχε την ευαισθησία να την δημοσιεύσει στο ίδιο φύλλο.
Στο κείμενό του ο Θεόδωρος Γεωργίου αναφέρει μεταξύ άλλων: «Συνεργάζομαι με την εφημερίδα Εβδόμη εδώ και πολλά χρόνια και ποτέ δεν φαντάσθηκα ότι οι ιδέες μου, οι απόψεις μου, οι θέσεις μου θα ετίθεντο ποτέ υπό καθεστώς λογοκρισίας. Η πολύχρονη ακαδημαϊκή διαδρομή μου (και στη Γερμανία και στην Ελλάδα) θεμελιώνεται στις αρχές του διαφωτισμού. Η πρώτιστη και θεμελιώδης διαφωτιστική αρχή ονομάζεται ελευθερία της σκέψης, του Λόγου και της έκφρασης. Αυτή η αρχή είναι το ακαδημαϊκό credo μου. Γι’ αυτό, εξάλλου, δεν συμμετέχω σε μηχανισμούς και σε εργαλειακά στρατηγήματα. Επεδίωξα να συνεργάζομαι μαζί σας ως ανεξάρτητο, ελεύθερο πνεύμα και όχι εντός πλαισίων εργαλειακής λογικής». Και προσθέτει: «Με την απόφασή μου αυτή (σ.σ. τη διακοπή συνεργασίας) καταδεικνύονται δύο πράγματα: πρώτον, ότι δεν είχα άλλον τρόπο για να προστατεύσω την αξιοπρέπειά μου ως διανοούμενου και δεύτερον, η Εβδόμη δεν αντέχει την αντικειμενική, ελεύθερη και πλουραλιστική δημοσιογραφία και έθεσε υπό αμφισβήτηση την ταυτότητά της».
Στην απάντησή του το έντυπο παραδέχεται κυνικά πως «ναι, σου “κόψαμε” δύο άρθρα και δεν τα δημοσιεύσαμε, περισσότερο για να σε προστατεύσουμε». Και εστιάζει την απόφασή του αυτή στο γεγονός ότι ένα από τα λογοκριμένα άρθρα έδινε συγχαρητήρια στον Γρηγόρη Κωνσταντέλλο για το αποτέλεσμα της πλατείας Νυμφών στη Βουλιαγμένη και χαρακτήριζε «θνησιγενείς» τοπικές κινήσεις που αντιδρούσαν στην ανάπλαση.
Ως ελάχιστο χρέος στην ελευθεροτυπία και την αξία της ελεύθερης διακίνησης ιδεών, ο «Δημοσιογράφος» ζήτησε και δημοσιεύει το εν λόγω λογοκριμένο άρθρο ολόκληρο στο τρέχον φύλλο.