Με τον πυρηνικό όλεθρο να επικρέμαται ξανά, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αλλάζει βίαια τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αποσταθεροποιώντας καίρια τον πλανήτη. Μια νέα ιστορική κατάσταση που πατά πάνω δεδομένες ζώνες επιρροής μόλις ξεκίνησε, όπως αναλύει στον «Δημοσιογράφο» ο καθηγητής στρατηγικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστήμιο Πειραιώς αλλά και ενεργός πολίτης του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης, Παναγιώτης Ήφαιστος. Όπως υποστηρίζει, στο ναρκοπέδιο αυτό η Ελλάδα οφείλει να λαμβάνει αποφάσεις πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές συμμετέχοντας ως κυρίαρχο κράτος στις δεδομένες συμμαχίες.
Υπάρχει η αίσθηση ότι με τον πόλεμο της Ουκρανίας περνάμε σε μια νέα εποχή. Συμφωνείτε με αυτή την οπτική;
Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ο πόλεμος της Ουκρανίας κατέδειξε προς τα πού προσανατολιζόμαστε: Πέραν της με κάθε κριτήριο παράνομης εισβολής της Ρωσίας, των αβάστακτων δεινών των κατοίκων της Ουκρανίας και της καθημερινής ροής των ειδήσεων και των «πληροφοριών», είναι ανάγκη να υπάρξει έγκαιρη, ψύχραιμη και ρεαλιστική σκέψη για το σημαίνει μεγάλη όξυνση της ηγεμονικής διαμάχης η οποία ήδη εν μέσω πολέμου εντείνεται. Μείζον ερώτημα που απαιτεί άμεση απάντηση όσον αφορά τον πόλεμο της Ουκρανίας είναι το πώς προσανατολίζεται το διεθνές σύστημα στη νέα ιστορική φάση ηγεμονικών ανταγωνισμών. Ποιες είναι επίσης οι προεκτάσεις για τις περιφέρειες. Πρέπει να σταθούμε στη μεγάλη εικόνα με κύριο σκοπό την καλύτερη κατανόηση της όξυνσης της ηγεμονικής διαπάλης στην νέα ιστορική φάση που έχουμε ήδη εισέλθει.
Προς τα πού πάμε λοιπόν;
Επί τρεις δεκαετίες η συντριπτικά πιο ισχυρή δύναμη ήταν οι ΗΠΑ και δύο ήταν οι ορατές τάσεις: Πρώτο, η ωρίμανση του πολυπολικού διεθνούς συστήματος με κύριο ζήτημα την ισχύ της Κίνας, και δεύτερο, το πώς θα εξελιχθούν τυπικές ή άτυπες συμμαχίες. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι συμμαχίες εντός ενός διεθνούς συστήματος πολλών ηγεμονικών δυνάμεων είναι ρευστές, ευμετάβλητες και εναλλασσόμενες. Έτσι ήταν και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, εάν θυμηθούμε την σύγκλιση ΗΠΑ-Κίνας την δεκαετία του 1970. Να τονίσουμε παρενθετικά ότι ουκ ολίγοι αναλυτές, ιδιαίτερα της θουκυδίδειας παράδοσης στα πεδία της στρατηγικής ανάλυσης, υποστήριζαν ότι δεν ήταν υποχρεωτική μια νέα όξυνση της ηγεμονικής διαπάλης και ότι, ενόψει κινδύνου πυρηνικού ολοκαυτώματος αλλά και άλλων προβλημάτων κοινού συμφέροντος, για λόγους στοιχειώδους στρατηγικού ορθολογισμού, ήταν επιτακτικό να υπάρχει ένας νέος προσανατολισμός προς ένα modus vivendi στρατηγικών ισορροπιών. Θα μπορούσε να συνοδευόταν από υψηλότερες βαθμίδες διεθνούς διακυβέρνησης και αντιμετώπισης περισσότερων προβλημάτων, όπως οι κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι διεθνικοί δρώντες κάθε είδους. Αναζητώντας τα αίτια για να κατανοήσουμε τις παθογένειες, μια διάσταση είναι οι ανακατανομές ισχύος που δεν οδήγησαν είτε σε μια σταθερή νέα ισορροπία είτε σε ένα τυπικά ή άτυπα συμφωνημένο modus vivendi όπως είπαμε προηγουμένως. Μπροστά μας, δηλαδή, έχουμε μια αναπόδραστη διαμάχη για απόκτηση ισχύος, θέσης και ρόλου. Αυτό απαιτείται να συνεκτιμηθεί με το γεγονός της ωρίμανσης του πολυπολικού συστήματος νέων και πολλών ηγεμονικών δυνάμεων όπως η Κίνα, η Ινδία και το Πακιστάν, αλλά και μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων όπως το Ιράν και η Τουρκία.
Ζούμε ένα νέο 1989-90;
Να θυμίσουμε ότι η κατεδάφιση της Σοβιετικής Ένωσης προκάλεσε μια μεγάλη ανακατανομή ισχύος, δημιούργησε πολλά «κενά ισχύος» στην περίμετρο της πρώην υπερδύναμης και ενεργοποίησε σχεδόν ακαριαία αποφάσεις διείσδυσης μέσα σε αυτά τα κενά ισχύος με αναμενόμενο πρωταγωνιστή την υπερισχύουσα υπερατλαντική ηγεμονική δύναμη. Όπως γίνεται φανερό, η προσέγγιση για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει δεν είναι καταγγελτική αλλά αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή και ερμηνεία. Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο πόλεμος της Ουκρανίας λειτουργεί ως επιταχυντής των ανακατανομών θέσης, ρόλων, ισχύος και συμφερόντων που άρχισε μετά το 1990. Ενώ η διαπάλη των ηγεμονικών δυνάμεων, ιδιαίτερα τον 20ό αιώνα αλλά και τους προηγούμενους αιώνες, διεξαγόταν στις περιφέρειες, και κυρίως πάνω στις ζώνες της Περιμέτρου της Ευρασίας. Υπό τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν, οι ανταγωνισμοί και οι συγκρούσεις μιας νέας ηγεμονικής διαπάλης του 21ου αιώνα θα πυκνώσουν και θα οξυνθούν. Επιπλέον, θα παραμονεύει το μοιραίο λάθος ενός πυρηνικού πολέμου, οπότε πιθανότατα τελειώνει το τέλος της επίγειας ζωής όπως την ξέραμε επί χιλιάδες χρόνια.
Σε ποιο βαθμό ευθύνεται το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ στη σημερινή διένεξη;
Το πώς διεξάγονται αυτές οι συγκρούσεις έχει τύχει αριστουργηματικής περιγραφής από τον John Mearsheimer στο εμβληματικό του έργο Η Τραγωδία της Πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων. Βασικά στη στρατηγική ανάλυση θεωρείται το σημαντικότερο κείμενο για τις ηγεμονικές διαμάχες και για το πώς προβάλλονται οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί στον ορίζοντα του 21ου αιώνα. Συνοψίζοντας τα πάγια διαχρονικά χαρακτηριστικά στη βάση της τυπολογίας του John Mearsheimer –η οποία μάλιστα, με όσα μπορούμε να δούμε με γυμνό οφθαλμό, καταμαρτυρείται καθημερινά εν μέσω πολέμου– το κύριο είναι το «τραγικό παράδοξο», ότι δηλαδή μια παγκόσμια ηγεμονία είναι δύσκολη και μεγάλου κόστους ή ανέφικτη, εξ ου και κύριο μέλημα είναι σχέδια και αποφάσεις παρεμπόδισης άλλων ηγεμονικών δυνάμεων να κυριαρχήσουν περιφερειακά, διαρκώς εναλλαγών συμμαχιών για να δυναμώσουν τα γεωπολιτικά τους ερείσματα και για να ελέγξουν παραγωγικούς πόρους.
Άλλα χαρακτηριστικά των μεγάλων δυνάμεων σύμφωνα με τον Mearsheimer που καθένας μπορεί να τα εντάξει στην τρέχουσα αντιπαράθεση: «Μεταφέρουν βάρη», που είναι η ανάληψη αναχαίτησης από τρίτο κράτος όχι κατ’ ανάγκη συμμαχικό ενώ το ίδιο ενθαρρύνει, υποκινεί και μεθοδεύει την αποδυνάμωση του αντιπάλου. Οι «εξισορροπητικές υποσχέσεις», δηλαδή η δέσμευση αναχαίτισης του επιτιθέμενου αντιπάλου προς όφελος του αμυνόμενου και έμπρακτα μέτρα υλοποίησης των δεσμεύσεων. Τι παρατηρούμε; Όταν υπάρχει κίνδυνος πυρηνικού πολέμου εφαρμόζεται το προηγούμενο, δηλαδή μεταφορά βαρών. Ο «εκβιασμός», δηλαδή οι απειλές χρήσης υποστηρικτικής βίας οι οποίες όμως όπως σε κάθε ηγεμονική στρατηγική συμπεριφορά σχοινοβατεί στα όρια της μπλόφας, ορατών ή αθέατων εμπράγματων ενεργειών και δηλώσεις που μεγιστοποιούν την παράσταση κόστους. Η «πρόκληση πολέμου για κατατριβή αντιπάλων», δηλαδή η ορατή ή αθέατη μεθόδευση αντιπάλων να εισέλθουν σε αδιέξοδες πολεμικές αναμετρήσεις που προκαλούν συμφορές στους εμπλεκόμενους. Η πιο γνωστή περίπτωση είναι οι μεθοδεύσεις Αμερικανών και Ισραηλινών στον πόλεμο Ιράν – Ιράκ που αποδυνάμωσε αμφότερα τα κράτη. Για την Ουκρανία θα καταλάβουμε καλύτερα τι συμβαίνει όταν έχουμε περισσότερες επαληθευμένες πληροφορίες. Η «μαλακή ισχύς» ή «soft power»: Είναι ο επηρεασμός αποφάσεων και προσανατολισμών άλλων κρατών πριν και μετά από μια σύρραξη με αποδυνάμωση του φρονήματος, καλλιέργεια ουτοπικών πεποιθήσεων και καλλιέργεια ανορθολογικών προσδοκιών. Τέλος, η «προσωρινή παραχώρηση ισχύος σε αυριανούς εχθρούς». Μια πολύ γνωστή περίπτωση αυτού του τύπου είναι η σύμπραξη και βοήθεια με τη Σοβιετική Ένωση κατά της Γερμανίας κατά τη διάρκεια του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια χώρα όπως η δική μας έχει την επιλογή της ουδετερότητας;
Το παιχνίδι γεωπολιτικών ανακατατάξεων των πόλων ισχύος και των στρατηγικών των μεγάλων και μεσαίων ηγεμονικών δυνάμεων μόλις αρχίζει. Για ένα κράτος μεσαίας ισχύος όπως η Ελλάδα πάνω στο πιο ευαίσθητο σημείο της περιμέτρου της Ευρασίας το μείζον είναι να γνωρίζει το στρατηγικό Αλφαβητάρι. Εν συντομία: Να αποφασίζει προσεκτικά τις στρατηγικές της επιλογές και όχι με αλματώδεις ανορθολογικές εκλογικεύσεις και υποθέσεις ότι όλα κινούνται γραμμικά. Να μην «ανήκει» αλλά να συμμετέχει ισότιμα ως κυρίαρχο κράτος στις συμμαχίες και σε άλλους θεσμούς. Να συναλλάσσεται στη βάση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων που συμπεριλαμβάνουν κόκκινες γραμμές. Να διαθέτει επαρκή ισχύ και αξιόπιστη στρατηγική για να εφαρμόζει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που αφορούν την επικράτειά της. Να αποτρέπει τις εξωτερικές απειλές κατά της επικράτειάς της στη βάση μιας αξιόπιστης εθνικής στρατηγικής ως προς την οποία απαιτείται απόλυτη πολιτική ομοφωνία. Και να μην αυτοκτονήσει στην Κύπρο με μια «Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα» που θα εκτινάξει ακόμη περισσότερο γεωπολιτικά την Τουρκία, θα παγιδεύσει στα πεδία της τουρκικής επικυριαρχίας το ένα δέκατο του ελληνισμού και θα έτσι θα παγιδεύσει στρατηγικά το ελληνικό κράτος.
Πώς διαμορφώνονται σήμερα οι διαιρετικοί άξονες του κόσμου;
Κατά την διάρκεια της μεταβατικής φάσης τριών δεκαετιών, το κύριο πεδίο δράσεων και ανακατανομών ζωνών επιρροής και συμφερόντων ήταν η κατά Spykman Περίμετρος της Ευρασίας που αρχίζει από την Ευρώπη, διασχίζει τα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή και φθάνει μέχρι την Άπω Ανατολή. Μια ακόμη μεγάλη παράλληλη δραστική ανακατανομή ισχύος και επιρροής έλαβε χώρα και στην κατά Mackinder «καρδιά της Γης». Εκτιμάται ότι αυτές οι δύο γεωπολιτικές θεωρήσεις που όριζαν την στρατηγική των ναυτικών δυνάμεων πριν και μετά το 1945 όχι μόνο είναι απολύτως επίκαιρες αλλά και αναβαθμίζονται με ένα συμπλεκόμενο τρόπο. Υπενθυμίζουμε τις ρήσεις των δύο μεγάλων γεωπολιτικών αναλυτών οι οποίοι, βασικά, περιέγραψαν την στρατηγική των ναυτικών δυνάμεων των τελευταίων αιώνων, πρώτα του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι το 1945 και μετά στην βάση του δόγματος Κένναν της ανάσχεσης των ηπειρωτικών δυνάμεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Mackinder: «Αυτός ο οποίος κυβερνά την Ανατολική Ευρώπη κυριαρχεί στην καρδιά της Γης. Αυτός ο οποίος κυβερνά την καρδιά τη Γης κυριαρχεί στην παγκόσμια νήσο. Αυτός ο οποίος κυβερνά την παγκόσμια νήσο κυριαρχεί στον κόσμο».
Το 1943 εν μέσω του πολέμου και ολοφάνερων προσπαθειών της Μεγάλης Βρετανίας να περάσει την σκυτάλη της ηγέτιδας ναυτικής δύναμης στις ΗΠΑ (και ταυτόχρονα να συνάψει την «ειδική στρατηγική σχέση» με την Ουάσιγκτον που διατηρεί μέχρι τις μέρες μας), ο Mackinder περιέγραψε την επερχόμενη Ατλαντική συμμαχία ως το «Ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος». Ο Spykman περιέγραψε την σημασία της Περιμέτρου της Ευρασίας που πολλοί στην στρατηγική ανάλυση θεωρούν ως συμπληρωματική του Mackinder, τόσο όσον αφορά την καρδιά της Γης όσο και το Ευρωατλαντικό βάθρο ισχύος. Σε τελευταία ανάλυση η Δυτική και Κεντρική Ευρώπη βρίσκεται στο ακραίο Δυτικό σημείο της Περιμέτρου της Ευρασίας. Έγραψε ο Spykman το 1945 που στην συνέχεια έγινε το δόγμα Κένναν για την ανάσχεση τω ηπειρωτικών δυνάμεων: «Όποιος ελέγχει την Περίμετρο κυριαρχεί στην Ευρασία. Όποιος ελέγχει την Ευρασία ελέγχει τις τύχες του κόσμου».
Ποια πιστεύετε ότι είναι τα επόμενα βήματα στη σκακιέρα;
Δύο ζητήματα είναι μείζονος στρατηγικής σημασίας: Πρώτον, το πώς θα εξελιχθούν οι στρατηγικές σχέσεις Κίνας – Ρωσίας με ερωτηματικό τις θέσεις και σχέσεις με άλλες μεγάλες και πυρηνικές δυνάμεις όπως η Ινδία και το Πακιστάν και περιφερειακές δυνάμεις όπως το Ιράν, τη Τουρκία και το Ισραήλ. Δεύτερον, το πώς θα εξελιχθούν τα συμφέροντα, η θέση και ο ρόλος των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων στο ευρωστρατηγικό τρίγωνο Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο. Κατά κάποιο τρόπο και πέραν των εντυπώσεων των εφήμερων καθημερινών αντιπαραθέσεων γύρω από τον πόλεμο της Ουκρανίας, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα υπάρχει μια ρευστότητα που θέτει το ερώτημα της θέσης της Μόσχας στο ευρωστρατηγικό περιβάλλον, εάν μη τι άλλο επειδή για πολλούς λόγους κάθε σύγκλιση με την Κίνα είναι εύθραυστη.
Ας συνοψίσουμε λέγοντας ότι η νέα φάση ηγεμονικών ανταγωνισμών που μόλις αρχίζει θα είναι από τις πιο σκληρές και τις πιο επικίνδυνες της ιστορίας και ότι για τα λιγότερο ισχυρά κράτη στις περιφέρειες για να επιβιώνουν με ασφάλεια απαιτείται οι αποφάσεις τους να είναι πολιτικά και στρατηγικά ορθολογιστικές. Ως προς αυτό ορθολογισμός σημαίνει όχι μόνο την εθνική ασφάλεια αλλά και την εθνική επιβίωση. Αυτό απαιτεί αξιόπιστη εθνική στρατηγική. Τα πιο πάνω όπως έγινε σαφές δεν προδικάζουν δραματικές στρατηγικές αλλαγές αλλά, όπως συνοψίσαμε πιο πάνω τους βασικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας, όλα συνηγορούν με ορθολογιστικές αποφάσεις και στάσεις εντός των θεσμών και των συμμαχιών στις οποίες η Ελλάδα δεν «ανήκει» αλλά συμμετέχει ως κυρίαρχο και ισότιμο κράτος.