Ο Δράκος του Καβουρίου

Μια αστυνομική επιτυχία του 1953 που οικειοποιήθηκε ένα …μέντιουμ

Τα εγκλήματα πάντοτε συγκέντρωναν την προσοχή της κοινής γνώμης. Από την εγκληματικότητα των σύγχρονων πόλεων γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα η εμπορικότατη αστυνομική λογοτεχνία, ενώ τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζοντας αποτρόπαια φονικά κέρδιζαν ανέκαθεν μεγάλα ακροατήρια. Ένας δολοφόνος που έμεινε στην ιστορία έδρασε και στη Βουλιαγμένη σκοτώνοντας απρόκλητα έναν άγνωστό του άνδρα.

Ήταν καλοκαίρι του 1953 και στα δυσπρόσιτα τότε δασάκια μετά το Λαιμό όπου δεν υπήρχε ακόμη δρόμος, συνήθιζαν να καταφεύγουν ζευγάρια ερωτευμένων που ζητούσαν την απόλυτη απομόνωση. Ωστόσο, ηδονοβλεψίες γνώριζαν το σημείο και συνήθιζαν να τρέφουν τη διαστροφή τους παραβιάζοντας αθόρυβα τις πιο ιδιωτικές στιγμές των ανυποψίαστων. Ο Θεόδωρος Δέγλερης και η Σοφία Μαναβάκη στις 5 Αυγούστου 1953 πίστεψαν ότι είχαν βρει εκεί το τέλειο σημείο για να απολαύσουν ένα μοναχικό μπάνιο. Από το «πουθενά» όμως παρουσιάστηκε ένας άγνωστος και με ένα περίστροφο εκτέλεσε τον Δέγλερη στοχεύοντας στο κεφάλι και λήστεψε κατόπιν το άτυχο ζευγάρι.

Το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα μαζί με το γεγονός ότι λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 30 Ιουλίου, είχε προηγηθεί άλλο ένα απίστευτο συμβάν, με τη ρίψη από άγνωστο μιας χειροβομβίδας κατά ενός διαφορετικού άγνωστου ζευγαριού πάλι στο ίδιο σημείο που τραυμάτισε τους στόχους, έκανε τις εφημερίδες να μιλήσουν για τον «Δράκο του Καβουρίου». 

Η Χωροφυλακή μετά από επισταμένες έρευνες διαλεύκανε το έγκλημα μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1953 η εφημερίδα Ελευθερία κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο δολοφόνος του Καβουρίου συνελήφθη και ωμολόγησε», παραθέτοντας όλο το χρονικό της έρευνας, της σύλληψης αλλά και της αναπαράστασης του εγκλήματος που πραγματοποιήθηκε στη Βουλιαγμένη. Καθ’ ομολογίαν δράστης ήταν ο Μιχάλης Στεφανόπουλος, 25 ετών σιδηρουργός.

Ρεπόρτερ της εφημερίδας, ελλείψει τηλεόρασης και με περιορισμένες τότε τις δυνατότητες απόδοσης φωτογραφιών στα έντυπα περιέγραψε τον δράστη όπως τον είδε στον τόπο του εγκλήματος: «Κάθε άλλο παρά όψιν κακούργου είχεν. Ήτο ένας νέος μάλλον ευτραφής, κανονικού αναστήματος με άφθονα καστανά μαλλιά, μικρό μουστάκι, συμπαθή χαρακτηριστικά και ήρεμον μορφήν. Τίποτε δεν πρόδιδε τον δολοφόνον. Καμμία συγκίνησις, καμμία ταραχή, αλλά μία περίεργος, μία αχαρακτήριστος ψυχραιμία». Η εφημερίδα αποδίδει και τα λόγια του δολοφόνου μπροστά στους αστυνομικούς κατά την αναπαράσταση της κρίσιμης στιγμής: «Ανάψανε τα αίματά μου τότε και ενώ την φιλούσε έβγαλα το περίστροφον και τον επυροβόλησα. Θα τον βρήκα στο κεφάλι». 

Επρόκειτο για μια σημαντική επιτυχία της Αστυνομίας που προέκυψε μετά από συστηματική έρευνα για τα μέσα και τα δεδομένα της εποχής. Οι χωροφύλακες ερεύνησαν όλη τη χερσόνησο χρησιμοποιώντας και έναν ανιχνευτή ναρκών. Μέσα σε λίγες ημέρες βρήκαν το πορτοφόλι της Μαναβάκη από το οποίο έλειπαν 30.000 δραχμές και αλλού την τσάντα της τραυματισμένης γυναίκας. Την τέταρτη ημέρα των ερευνών βρέθηκε ένα περίστροφο Σμιθ Γουέσον, πάνω στο οποίο εντοπίστηκε ένα καθαρό αποτύπωμα δεξιού δείκτη. Από τα ίχνη της πυρίτιδας οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι είχε χρησιμοποιηθεί πριν 4-5 ημέρες και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ήταν το φονικό όπλο.

Οι έρευνες κινήθηκαν σε δύο κατευθύνσεις μετά από αυτά τα ευρήματα: Στον εντοπισμό εκείνου που έκλεψε το όπλο, το οποίο ήταν στρατιωτικό και έφερε χαραγμένο αριθμό, και στην έρευνα για μάρτυρες από τους τακτικούς επισκέπτες του Λαιμού για δακτυλοσκόπηση και αναζήτηση μαρτυριών. Και οι δύο παράλληλες έρευνες απέδωσαν, από τον συνδυασμό των οποίων βρέθηκε τελικά ο δράστης. Το μεν όπλο βρέθηκε ότι είχε κλαπεί από τον Λόχο Στρατηγείου του 25ου Συντάγματος το οποίο κατά τον χρόνο της κλοπής είχε την έδρα του στη Γλυφάδα. Ενώ από τις έρευνες για υπόπτους βρέθηκαν τρεις άλλοι τακτικοί ηδονοβλεψίες που θυμήθηκαν την ημέρα του φόνου έναν Μιχάλη με ουλή στο πρόσωπο. Τα στοιχεία διασταυρώθηκαν και οι αρχές είχαν το όνομα και τη φωτογραφία του βασικού υπόπτου. Το δακτυλικό του αποτύπωμα ταυτοποιήθηκε πάνω στο όπλο καθώς είχε συλληφθεί και στο παρελθόν και ήταν σεσημασμένος. 

Ωστόσο ένας δημοσιογράφος παρουσίασε στην εφημερίδα Ακρόπολις μία διαφορετική εκδοχή της έρευνας. Κατά τα ρεπορτάζ του Θεόδωρου Δράκου, την λύση του μυστηρίου την υπέδειξε με τη διαίσθησή της στην αστυνομία ένα μέντιουμ, η Ελένη Κικίδου. Η ιστορία και οι φωτογραφίες με τις ενοράσεις της κυρίας αυτής που «έβλεπε» τα χαρακτηριστικά του δράστη με τη δύναμη του μυαλού της, πούλησε σαν ζεστό ψωμί. Το ενδιαφέρον είναι ότι μέχρι σήμερα αυτή η εξωφρενικά παράλογη εκδοχή κυριαρχεί στις ιστορικές αφηγήσεις. Δημοσιεύματα της διαδικτυακής «Μηχανής του χρόνου» καθώς και των έγκυρων ιστοσελίδων του Πρώτου Θέματος και του vice.gr τροφοδότησαν το ελληνικό ίντερνετ αποκλειστικά με αυτή την εκδοχή των γεγονότων. Αντί για εύσημα στο «CSI Βουλιαγμένη» κάποιοι ακόμα δίνουν βάση στα μεταφυσικά fake news της εποχής…

Στις 11 Μαρτίου 1954 ο Μιχάλης Στεφανόπουλος που έμεινε γνωστός ως «Δράκος της Βουλιαγμένης» καταδικάστηκε σε θάνατο από το Κακουργιοδικείο Αθηνών για τον φόνο του Θεόδωρου Δέγλερη ενώ του είχε αποδοθεί και η επίθεση με τη χειροβομβίδα. Μαζί με άλλους δύο θανατοποινίτες, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας και την αυγή της 10ης Αυγούστου 1954 εκτελέστηκε με τουφεκισμό στη θέση Τούρλος. Τελευταία του επιθυμία, όπως την κατέγραψαν οι εφημερίδες, να καλυφθούν τα μάτια του.