Μάνος Σαριδάκης: Από το 2ο Λύκειο Βούλας στην κορυφή της πυρηνικής φυσικής

Μια σημαντική ακαδημαϊκή διάκριση πέτυχε ένας νέος επιστήμονας που μεγάλωσε στη Βούλα. Ο Μάνος Σαριδάκης σήμερα είναι κύριος ερευνητής στο Αστεροσκοπείο Αθηνών, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του ΕΜΠ και επίσης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Μπέιλορ του Τέξας. Με βάση τον αλγόριθμο που ανέπτυξε μια ομάδα του πανεπιστημίου Στάνφορντ η οποία μετρά σε όλες τις βάσεις δεδομένων δημοσιεύσεις και αναφορές και κατατάσσει σε μια λίστα τους σημαντικότερους επιστήμονες όλων των ειδικοτήτων, ο Μάνος Σαριδάκης στο γνωστικό αντικείμενο της πυρηνικής και σωματιδιακής φυσικής βρέθηκε στην πρώτη θέση στην Ελλάδα για το 2019 και στην δεύτερη θέση για το σύνολο της καριέρας του. Με αφορμή το ανεπίσημο αυτό «μετάλλιο» μίλησε στον «Δημοσιογράφο» για το απρόσιτο σε πολλούς αντικείμενό του, που αγκαλιάζει τις θεωρίες της σχετικότητας και τη συζήτηση για την εξέλιξη του σύμπαντος, αλλά και για το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.


Πώς μπορεί να περιγραφεί το αντικείμενο της έρευνάς σας;

Είμαι στο χώρο της σωματιδιακής κοσμολογίας και των βαρυτικών κυμάτων, ένας κλάδος που τα τελευταία 5 χρόνια έχει ίσως τη μεγαλύτερη εξέλιξη στις θετικές επιστήμες. Εκεί πήγε και το νομπέλ Φυσικής πέρσι για την ανακάλυψη των βαρυτικών κυμάτων. Έχει στραφεί προς τα εκεί η σύγχρονη φυσική. Μέχρι πριν 10 χρόνια όλη η έρευνα συγκεντρωνόταν στο CERN, δηλαδή στα πειράματα με τους επιταχυντές που οδήγησαν σε σημαντικές ανακαλύψεις, όπως το σωματίδιο Higgs, όμως επήλθε ένα τέλμα. Για να να έχουμε εκεί νέες εξελίξεις πρέπει να φτιαχτούν νέοι επιταχυντές, να μεγεθύνουν δηλαδή το CERN, κάτι που θα απαιτούσε δεκάδες δισ. ευρώ. Από την άλλη, το να στέλνεις δορυφόρους, να στραφείς δηλαδή στην κοσμολογία και να κάνεις παρατηρήσεις είναι αρκετά πιο φτηνό και δίνει απίστευτο όγκο δεδομένων. Εκεί λοιπόν στράφηκε η χρηματοδότηση στην Ευρώπη και η έρευνα.

Στα ερευνητικά προγράμματα που συμμετέχετε υπάρχει κάποιο εφαρμοσμένο αντικείμενο που μπορεί να αντιληφθεί κάποιος μη σχετικός;

Ωραίο θέμα για μια ευρύτερη συζήτηση. Το ερώτημα είναι πού πρέπει να βάλουμε την ισορροπία μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Η Αμερική πήρε κεφάλι ερευνητικά τις προηγούμενες δεκαετίες, 20 και 30 χρόνια πριν, γιατί χρηματοδοτούσε τη βασική έρευνα. Έφτιαχνε κέντρα και χρηματοδοτούσε την έρευνα χωρίς πίεση για άμεσες εφαρμογές. Αυτό με τα χρόνια οδηγεί και σε εφαρμογές, απλώς δεν το ξέρεις όταν ξεκινάς. Αντίθετα η Ευρώπη κατά τη δεκαετία του ’70 έδινε βάρος μόνο στην εφαρμοσμένη έρευνα, γι’ αυτό και έμεινε σχετικά πίσω. Πλέον έχει αλλάξει κατεύθυνση και η Ευρώπη. Η βασική έρευνα πάντα μετά από κάποια χρόνια δίνει καρπούς που δεν τους είχες προβλέψει. Έτσι και τώρα, τα βαρυτικά κύματα και οι εξελίξεις στην ίδια τη σωματιδιακή φυσική αργά ή γρήγορα θα εφαρμοστούν στην τεχνολογία. Για να το αντιληφθείτε καλύτερα, τεχνολογικά σήμερα βρισκόμαστε στην εφαρμογή της βασικής έρευνας του 1930 και 1940. Ο ηλεκτρο- νικός κόσμος, τα κινητά, οι πυρηνικοί αντιδραστήρες κ.λπ. εκεί βασίζονται.

Πόσα από τα χρόνια της ερευνητικής σας καριέρας έχετε περάσει στην Ελλάδα και πόσα στο εξωτερικό;

Πέσαμε πάνω στα χρόνια της κρίσης. Πριν το 2008 ένας νέος επιστήμονας είτε τελείωνε εδώ είτε σε άλλη χώρα, έκανε περίπου 2-4 χρόνια στο εξωτερικό μέχρι να επιστρέψει στη χώρα του με μια κανονική δουλειά σε ακαδημαϊκό πάντα επίπεδο. Μετά την κρίση αυτό το διάστημα άρχισε να εκτείνεται. Προσωπικά έλειψα από την Ελλάδα 7 πλήρη χρόνια και ακολούθησαν 6 χρόνια, στα οποία ήμουν το μισό χρόνο στο εξωτερικό. Αυτό έχει να κάνει και με την κινητικότητα των επιστημόνων που είναι ένα νέο φαινόμενο. Πλέον υπάρχει μια ολόκληρη γενιά επιστημόνων διεθνώς αλλά ειδικά στην Ελλάδα, που 8 και 10 χρόνια μετά το διδακτορικό τους, στην ηλικία των 40, γυρνούν από χώρα σε χώρα για να μαζέψουν προϋπηρεσία.

Αυτό μήπως έχει και διαφορετική ανάγνωση, ότι δηλαδή στα ελληνικά πανεπιστήμια έχουμε την αφρόκρεμα;

Πράγματι, οι λίγοι που μπαίνουν τώρα στα ελληνικά ΑΕΙ είναι όντως πολύ καλοί σε σχέση με τον μέσο όρο προ 15 ετών. Αλλά υπάρχουν εξίσου καλοί που μένουν απ’ έξω, που αναγκάζονται να ζουν στο εξωτερικό. Πλέον έχει ανοίξει η αγορά με εξαιρετικά πανεπιστήμια και στη Μέση Ανατολή, στην Ασία και στη Λατινική Αμερική. Εγώ πέρασα από τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Χιλή, την Ταϊβάν, την Κίνα, για να μην αναφερθώ στις χώρες της Ευρώπης.

Έχοντας περάσει από το δημόσιο σχολείο και πανεπιστήμιο, ποια είναι η συμβουλή σας για τα νέα παιδιά που τώρα εξετάζουν τις επιλογές τους;

Πράγματι, ξεκίνησα από το 3ο Δημοτικό Βούλας, έπειτα στο 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο Βούλας και τέλος στο Φυσικό Αθήνας. Πιστεύω ότι έχουμε πολύ καλά δημόσια σχολεία και μπορεί κανείς να τα εμπιστευτεί. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής εκπαίδευσης είναι ότι λίγο πολύ όλα τα σχολεία είναι ισοδύναμα. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη παρατηρείται χάος ανάμεσά τους. Τα ελληνικά πανεπιστήμια τώρα είναι σε ένα πολύ καλό επίπεδο. Είναι σαν καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού. Δεν είναι βέβαια Οξφόρδη. Αρκετός κόσμος πιστεύει ότι όλα τα πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ είναι σαν το Κέμπριτζ. Δεν είναι έτσι. Υπάρχουν 10-20 πολύ καλά πανεπιστήμια και μετά υπάρχει ένας αστερισμός εκατοντάδων και στις ΗΠΑ χιλιάδων πανεπιστημίων, μερικά από τα οποία είναι χειρότερα από το τελευταίο ελληνικό ΙΕΚ. Στην Ελλάδα και τα 20 ΑΕΙ της χώρας βρίσκονται σε ένα καλό επίπεδο με τα δεδομένα του εξωτερικού. Δεν θα στερηθεί τίποτα κάποιος που θα κάνει προπτυχιακές ή μεταπτυχιακές σπουδές εδώ.