του Χρήστου Διονυσόπουλου*
Μεταξύ των ετών 1800 και 1810, ο λόρδος Thomas Bruce Elgin, πρέσβης της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, και οι συνεργάτες του, οι «κατερειπωτές, όπως αυτοί χαρακτηρίστηκαν από σύγχρονους ξένους περιηγητές, λαφυραγώγησαν τα αρχαία μνημεία ολόκληρης της Ελλάδας και όχι μόνο της Ακρόπολης, όπως οι περισσότεροι νομίζουν. Η πόλη των Αθηνών, η Ελευσίνα, το Δαφνί, η Αίγινα, η Νεμέα, οι Μυκήνες, η Τίρυνθα και άλλες πόλεις δεν απέφυγαν τη λεηλασία.
Σύμφωνα με την εκτίμηση που είχε κάνει τότε ο διακεκριμένος τεχνοκρίτης Ennio Quirino Visconti, τα κλαπέντα ανέρχονταν σε 253 τεμάχια αναγλύφων και αγαλμάτων. Από τα γλυπτά, που οι λεηλάτες κατακρήμνισαν και απήγαγαν στην Αγγλία, τα 56 προέρχονται από τον Παρθενώνα, 4 από το ναό της Αθηνάς Νίκης και 1 από το Ερεχθείο (η Καρυάτιδα), ενώ πλείστα πολύτιμα χειρόγραφα αφαιρέθησαν από τις μονές του Αγίου όρους και από άλλα θρησκευτικά ιδρύματα της ηπειρωτικής Ελλάδας και των νήσων.
Στο Λονδίνο εγκατέστησε τα γλυπτά ο Έλγιν το 1807 σε ένα πρόχειρο παράπηγμα, διαστάσεων 8Χ8 μέτρων, που κατασκεύασε μέσα στην αυλή του σπιτιού του. Μέσα σ’ αυτό το «υγρό και ρυπαρό προστέγασμα», «στο ζοφερό και ακάθαρτο υπόστεγο», όπως χαρακτήρισαν το συγκεκριμένο χώρο διάσημοι καλλιτέχνες και αρχαιολόγοι της εποχής, παρέμειναν εκτεθειμένα για αρκετά χρόνια τα αριστουργηματικότερα γλυπτά που γνώρισε η ανθρωπότητα, «έργα που δημιουργήθηκαν από θεούς» και όχι από ανθρώπους, όπως εμφατικά παρατήρησε αυθόρμητα, όταν τα είδε για πρώτη φορά ο Ελβετός ζωγράφος Fuseli: «Οι Έλληνες ήταν θεοί! Οι Έλληνες ήταν θεοί!».
Τον Απρίλιο του 1811, ο Έλγιν υποβάλλει έγγραφη πρόταση πώλησης «της συλλογής» στην Αγγλική Κυβέρνηση, χωρίς αποτέλεσμα. Τον Ιούλιο του 1811, ο Έλγιν μεταφέρει τη συλλογή των γλυπτών σε ένα προσωρινό παράπηγμα ανθρακαποθήκης στην αυλή του κτιρίου που είναι γνωστό ως Burlington House, με την άδεια του ιδιοκτήτη.
Στις αρχές Μαρτίου του 1815, ο Έλγιν ειδοποιείται να εκκενώσει το παράπηγμα, προκειμένου να δομηθεί ο χώρος και αναθέτει τη μεταφορά των γλυπτών σε κάποιον καρβουνέμπορο, τον W. Thomson, ο οποίος συσκεύασε και επανατοποθέτησε τα ατυχή αριστουργήματα σε κιβώτια, «για να σωθούν τουλάχιστον από την καταστροφική υγρασία», όπως έγραφε ο ίδιος ο Έλγιν στις 16 Μαρτίου του 1815.
Στις 15 Ιουνίου 1815, ο Έλγιν υποβάλλει νέα αίτηση στην Αγγλική Βουλή, αυτή τη φορά. Στη συζήτηση που διεξήχθη, ο βουλευτής Sir John Newport τόνισε τα εξής:
«Ο ευγενής λόρδος… επωφελήθηκε από τα πιο ασυγχώρητα μέσα και διέπραξε τις πιο σκανδαλώδεις λεηλασίες… Το πεπρωμένο διάλεξε ένα πρέσβη της χώρας μας, για να αρπάξει όσα οι Τούρκοι και οι άλλοι βάρβαροι είχαν πάντοτε θεωρήσει ιερά…». Ενώ ο πρόεδρος της Βουλής σημείωσε στο ημερολόγιό του: «Η διαγωγή του λόρδου Έλγιν και ο ισχυρισμός του ότι η συλλογή είναι ιδιωτική του περιουσία αμφισβητήθηκαν έντονα».
Στις 23 Φεβρουαρίου του 1816, η συζήτηση στη Βουλή επαναλήφθηκε και αποφασίστηκε η εκλογή μιας 18μελούς επιτροπής, προκειμένου να ελέγξει τη νομιμότητα της απόκτησης της συλλογής και να υποβάλει σχετική αναφορά. Κατά την εξέτασή του ενώπιον της επιτροπής, ο Έλγιν δήλωσε, σε σχετική ερώτηση, ότι από τις πρώτες άδειες που του παραχώρησε ο Σουλτάνος δεν είχε ούτε τα πρωτότυπα ούτε τα αντίγραφα. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι δύο Τούρκοι επιστήμονες, η Φατμά-Ζεϊνέπ Αϋγκέν, ιστορικός της Τέχνης και Αρχιτέκτων και ο Ορχάν Σακίν, ιστορικός, σε πρόσφατη ομιλία τους, που έγινε στο μουσείο της Ακροπόλεως, στις 19 Φεβρουαρίου 2019, δήλωσαν ότι οι μέχρι στιγμής έρευνές τους στα σουλτανικά αρχεία έδειξαν ότι δεν υφίσταται σχετικό «φιρμάνι». Ωστόσο, η έκθεση της επιτροπής, με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1816, συνιστούσε στη Βουλή την αγορά της συλλογής αντί 35.000 λιρών και την τιμητική αγόρευση του κόμη Έλγιν ως μέλους της εφορείας του Βρετανικού Μουσείου.
Στις 7 Ιουνίου 1816, η Βουλή μετά από ζωηρή συζήτηση ψήφισε την πρόταση της επιτροπής. Ο βουλευτής Hugh Hammersley, στηλιτεύοντας το ανέντιμο της συναλλαγής με την οποία αποκτήθηκε η συλλογή, είπε: «Δεν έπρεπε η Βουλή να ερωτευθεί τις κόρες των ναών και να λησμονήσει μιαν άλλη δέσποινα, τη Δικαιοσύνη» και πρότεινε να αγορασθεί η συλλογή αντί 25.000 λιρών και να φυλαχθεί με ασφάλεια στο Βρετανικό Μουσείο για να επιστραφεί, αφού αποκτήθηκε ανέντιμα, όταν θα τη ζητούσε η παρούσα ή οποιαδήποτε μελλοντική κυβέρνηση της πόλης των Αθηνών, χωρίς άλλες διατυπώσεις ή διαπραγματεύσεις.
Τελικά, η Βουλή έκανε δεκτή την πρόταση της επιτροπής με ψήφους 82 υπέρ και 30 κατά. Τον Αύγουστο του 1816 άρχισε η παράδοση της συλλογής στο Βρετανικό Μουσείο και τον Ιανουάριο του 1817 εκτέθηκε σε μια προσωρινή αίθουσα.
Δεν θα μιλήσουμε για την κατακραυγή της κοινής γνώμης και για την έντονη κριτική που άσκησαν τότε κατά του Έλγιν οι διανοούμενοι, οι ποιητές και οι λογοτέχνες, οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι, οι περιηγητές της εποχής κ. ά. Ούτε θα καταθέσουμε εδώ τις συγκλονιστικές μαρτυρίες σχετικά με τα οδυνηρά συναισθήματα που εύλογα ένιωθαν οι Αθηναίοι βλέποντας τα δημιουργήματα των προγόνων τους να λαφυραγωγούνται και τον Παρθενώνα να καταστρέφεται, γιατί θα μακρηγορούσαμε σε θέματα που μας είναι γνωστά ήδη από τα παιδικά μας χρόνια.
Θα πούμε δυο λόγια για το πώς αντιμετωπίστηκε από Έλληνες και ξένους το θέμα μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό. Το 1835, η φτωχή μας χώρα αναστήλωσε με στερήσεις το ναό της Αθηνάς Νίκης, ως οιωνό άριστο της νίκης των Ελλήνων. Αμέσως μετά ασχολήθηκε με την αποκατάσταση του μαρτυρικού θύματος του Μοροζίνι (1687) και του Έλγιν (1800). Το μεγάλο και σπουδαίο αυτό έργο ανέλαβε η Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών που ιδρύθηκε το 1837. Στις 12 Μαϊου του 1842, ο αείμνηστος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, γραμματέας της Εταιρείας, εκήρυξε την πρώτη επίσημη απαίτηση της Ελλάδας κατά του Έλγιν για την απόδοση των κλαπέντων, σε γενική συνεδρίαση των μελών στο χώρο της Ακρόπολης, ενώπιον του βασιλέως και των υπουργών των Εξωτερικών, των Εκκλησιαστικών θεμάτων και της Δημόσιας Εκπαίδευσης.
Έκτοτε οι συζητήσεις για το θέμα συνεχίζονται και ανανεώνονται μέχρι και σήμερα στους φιλολογικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους της Ευρώπης, αλλά και ιδιαίτερα της Αγγλίας. Ο λόγιος και ιστορικός Φρειδερίκος Χάρισον δημοσίευσε, στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1890 του μηνιαίου περιοδικού Nineteenth Century, ένα άρθρο με τίτλο Give back the Elgin Marbles – Δώστε πίσω τα Ελγίνεια Μάρμαρα, χρησιμοποιώντας ακαταμάχητα επιχειρήματα. Ο διευθυντής του περιοδικού James Knowls, ενώ αρχικά είχε εγκρίνει πρόθυμα να δημοσιεύσει το άρθρο του Χάρισον, τρεις μήνες αργότερα, στο τεύχος του Μαρτίου του 1891, δημοσιεύει μια δωδεκασέλιδη απάντηση με τίτλο The Joke about the Elgin Marbles – Το αστείο για τα Ελγίνεια Μάρμαρα, αντιπαραθέτοντας ανόητα επιχειρήματα. Ο Χάρισον τον αντέκρουσε δημοσιεύοντας στη μηνιαία επιθεώρηση Fortnightly, στο τεύχος του Απριλίου, μια δεκατετρασέλιδη ανταπάντηση με τίτλο Editorial Horseplay – Χυδαία παιχνίδια συντάκτη. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απάντηση του Χάρισον στην παρατήρηση του Νόουλς ότι αν γίνει αρχή με την απόδοση στους Έλληνες όσων αποκόμισε ο Έλγιν, θα ακολουθήσει μοιραία η απαίτηση να επιστραφεί η ζωοφόρος του ναού της Φιγαλείας, καθώς και άλλων αρχαιοτήτων.
Αυτό είναι και το παραμόνιμο επιχείρημα του εκάστοτε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου. Αυτή ήταν η απάντηση που δόθηκε και στην αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη από τον τότε Διευθυντή.
«Τα Ελγίνεια Μάρμαρα, λέει ο Χάρισον, διαφέρουν εντελώς από όλα τα άλλα αγάλματα. Δεν είναι αγάλματα. Είναι ουσιαστικά στοιχεία της οικοδομής ενός μοναδικού μνημείου, του πιο περίφημου στον κόσμο μνημείου, που στέκεται όρθιο ακόμη, αν και κατερειπωμένο, που είναι το εθνικό σύμβολο και το παλλάδιο ενός γενναίου λαού και χώρος προσκύνησης για την πολιτισμένη ανθρωπότητα… Στο ελληνικό έθνος σήμερα τα ερείπια της Ακρόπολης είναι πολύ σπουδαιότερα και ιερότερα από ό,τι είναι οποιοδήποτε άλλο εθνικό μνημείο σε οποιονδήποτε άλλο λαό. Είναι το εξωτερικό και ορατό μνημείο της εθνικής ύπαρξης και αναγέννησης… Δεν υπάρχει παράδειγμα σε όλο τον κόσμο να διατηρεί ένα έθνος, όχι με κατάκτηση αλλά με πρόσφατη αγορά από δυνάστη, τα εθνικά σύμβολα άλλου έθνους». Και καταλήγει: «Ως κέντρο αρχαιολογικών σπουδών… η Αθήνα σήμερα είναι σχολή πολύ σπουδαιότερη από το Λονδίνο».
Η δημοσίευση του Νόουλς προκάλεσε διεθνές δημοσιογραφικό σκάνδαλο. Ο ποιητής μας Κ. Καβάφης, σε δύο άρθρα του που δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Εθνική», στις 30 Μαρτίου και 29 Απριλίου 1891, απέδωσε «το άτακτον της συνθέσεως και των κρίσεων του Νόουλς περί των Ελγινείων μαρμάρων εις πνευματικήν σύγχυσιν».
Στο βιβλίο μου «Η Μάχη του Μαραθώνα. Ιστορική και τοπογραφική προσέγγιση», Εκδ. Καπόν (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών 2014) έδειξα τη σχέση που υπάρχει μεταξύ της μάχης του Μαραθώνα και των γλυπτών του Παρθενώνα. Οι 192 ιππείς της ζωφόρου συμβολίζουν προφανώς τους αφηρωισμένους πεσόντες Αθηναίους στον Μαραθώνα. Οι 11 ηνίοχοι συμβολίζουν τους πεσόντες Πλαταιείς, ενώ η γλυπτική σύνθεση του ανατολικού αετώματος υπαινίσσεται την ημερομηνία και το θριαμβευτικό αποτέλεσμα της κοσμοϊστορικής μάχης.
Επομένως, εκτός του ότι η συλλογή αποκτήθηκε παράνομα, βασικό επιχείρημα μας είναι επίσης ότι τα συστατικά στοιχεία της οικοδομής του Παρθενώνα συνιστούν συνάμα συνθέσεις που θα έπρεπε να παραμείνουν αδιάσπαστες και αδιαχώριστες, καθώς εκφράζουν ενότητες που αφορούν στη μάχη από την οποία «εξαρτήθηκε το πεπρωμένο όλων των εθνών του κόσμου» (E.S. Creasy) και που, ειδικά για την Αγγλία, «εάν το αποτέλεσμα εκείνης της ημέρας ήταν διαφορετικό, οι Βρετανοί και οι Σάξονες θα ήταν ακόμη πλάνητες στα δάση» (J.S. Mill, London 1846).
Και τα επιχειρήματά μας θα πρέπει να απευθύνονται αποκλειστικά στη Βουλή της Αγγλίας και όχι στον εκάστοτε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου καθώς είναι δέσμιος της ευθύνης για τη φύλαξη των γλυπτών που διεκδικούμε.
Τμήμα από την πλαστική αναπαράσταση του ανατολικού αετώματος του Παρθενώνα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Σύμφωνα με τον Χρήστο Διονυσόπουλο, η φτερωτή μορφή της αγγελιαφόρου των θεών Ίριδος, γνωστής και από το ανάθημα του Καλλίμαχου ως αγγελιαφόρου της νίκης του Μαραθώνα, που ίπταται, φέρνει το μήνυμα της νίκης των Αθηναίων στον Μαραθώνα, κατόρθωμα που αφήνει κατάπληκτους τους θεούς και που η αγγελιαφόρος αποδίδει στην πρόσφατα γεννηθείσα Αθηνά, γι’ αυτό και την στεφανώνει. Σήμερα, από τις 21 μορφές που συνιστούσαν τη μαρμάρινη σύνθεση του Φειδία, έχουν απομείνει 3 στο Μουσείο της Ακρόπολης και 7 στο Βρετανικό Μουσείο. Κατά τον Χρήστο Διονυσόπουλο, οι συνθέσεις του αετώματος θα έπρεπε να παραμείνουν αδιάσπαστες και αδιαχώριστες καθώς εκφράζουν ενότητες που αφορούν στη μάχη από την οποία «εξαρτήθηκε το πεπρωμένο όλων των εθνών του κόσμου».
* Ο Χρήστος Διονυσόπουλος είναι φιλόλογος, ιστορικός, αρχαιολόγος, πρώην Επιστημονικός Συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών και επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος του Υπουργείου Παιδείας. Το βιβλίο του, Η Μάχη του Μαραθώνα, ιστορική και τοπογραφική προσέγγιση βραβεύτηκε το 2014 από την Ακαδημία Αθηνών. Το περιεχόμενο του παρόντος άρθρου ανέπτυξε στις 18 Νοεμβρίου 2019 στη Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών ενώπιον υποψηφίων ακολούθων του διπλωματικού σώματος.