Οι ήρωες μιας πρωτόγνωρης καθημερινότητας

Υπάλληλοι delivery και super market σε εποχή πανδημίας

Δεν έχουν όλοι την άνεση ή την πολυτέλεια να «μείνουν σπίτι». Εργαζόμενοι στην εφοδιαστική αλυσίδα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή εξυπηρέτησης των πολιτών για τις βασικές τους ανάγκες και εκ των πραγμάτων έρχονται σε επαφή με εκατοντάδες ανθρώπους, πολλαπλασιάζοντας τις πιθανότητες να προσβληθούν από τον κορονοϊό ή οποιοδήποτε άλλο ιό, σε μια πολύ ευαίσθητη περίοδο για το σύστημα υγείας.

Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι –εκτός φυσικά από το υγειονομικό προσωπικό, τους γιατρούς και τους νοσηλευτές της πρώτης γραμμής– οι υπάλληλοι των σούπερ μάρκετ και οι διανομείς σήμερα είναι πραγματικοί ήρωες μιας καθημερινότητας βγαλμένης από εφιάλτη, καθώς οι συνθήκες εργασίας τους είναι ούτως ή άλλως δύσκολες ακόμη και σε κανονικές περιόδους.

Ο «Δημοσιογράφος» μίλησε με δύο εργαζόμενους της περιοχής του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης σε αυτούς τους κλάδους, αποσπώντας αποκαλυπτικές μαρτυρίες για τη σημερινή κατάσταση.

«Η παραγγελία σας»

Ο Γιάννης Αδαμόπουλος είναι διανομέας εδώ και 6 χρόνια στο Κεμπαπτζίδικο της Βούλας. Τίποτα δεν μοιάζει με τη σημερινή εμπειρία: «Ο κόσμος είναι πάρα πολύ επιφυλακτικός απέναντί μας. Μερικοί βρίσκονται σε ακραίες καταστάσεις, μας λένε να αφήνουμε τη σακούλα μακριά τους, άλλοι μας βλέπουν με φόβο και το καταλαβαίνεις από τον τρόπο που σου μιλάνε, από τον τρόπο που σου δίνουν τα ρέστα», όπως περιγράφει τις καθημερινές του επαφές στις πόρτες εισόδου των διαμερισμάτων. «Μπορεί βέβαια οι άνθρωποι να έχουν και πρόβλημα», συμπληρώνει.

Τίποτα όμως δεν είναι ίδιο με τις προ επιδημίας ημέρες. «Η δουλειά έχει πέσει πάρα πολύ, καμία σχέση με πριν. Η αλήθεια είναι ότι δεν το περιμέναμε», αναφέρει ο Γιάννης Αδαμόπουλος. «Φοβάται ο κόσμος. Οι παραγγελίες είναι πλέον πιο μικρές και πιο λίγες», όπως λέει, αφού πλέον εργάζεται πολύ λιγότερες ώρες κάθε μέρα, για να μοιραστούν το περιορισμένο μεροκάματο όλοι οι δια- νομείς. Κάποιοι πίστευαν ότι το κλίμα συμπάθειας προς τους «ντελιβεράδες» αυτό το διάστημα θα μεταφραζόταν υλικά και σε μια βοήθεια παραπάνω. «Τα φιλοδωρήματα είναι θέμα ανθρώπου», σχολιάζει ο Γιάννης Αδαμόπουλος. «Δεν έχουν αυξηθεί και δεν υπάρχει περίπτωση να αυξηθούν», εκτιμά. Ως προς την έκθεση στον κίνδυνο; «Εννοείται ότι φοβάμαι, υπάρχει πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού αυτό και κάθε φορά που γυρνάω σπίτι, αναρωτιέμαι αν είμαι εντάξει». Τα μόνα μέτρα προφύλαξης είναι «τα γάντια που φοράμε, αντισηπτικά και μια μάσκα κάπου κάπου, κι ο θεός βοηθός»… «Το ερώτημα είναι
όταν τελειώσει όλο αυτό τι θα γίνει. Θα μπούμε σε μια κανονικότητα ξανά;». Ερώτημα αναπάντητο προς στιγμήν…

«Σακούλες χρειάζεστε;»

Η Αθανασία από τη Βάρη είναι υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ της περιοχής. Μας περιγράφει τις ημέρες του πρώτου πανικού στον κόσμο: «Ένιωθες ότι απειλείσαι», λέει αφού από το ταμείο της περνούσαν κάθε μέρα 300-400 άτομα. «Τις πρώτες ημέρες ήμασταν χωρίς γάντια. Μετά η εταιρεία μας είπε από τα κεντρικά ότι πρέπει να φοράμε γάντια και μάσκες. Όμως αυτό δεν έγινε αυτό, γιατί δεν υπήρχαν πουθενά μάσκες. Γάντια προλάβαμε ευτυχώς να πάρουμε. Για τρεις μέρες ήμουν χωρίς μάσκα, μετά εξασφάλισα μόνη μου».

Πώς ήταν οι πρώτες ημέρες που ανακοινώθηκαν μέτρα; «Μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Υπάρχουν άνθρωποι που σε καταλαβαίνουν και σου λένε κάνε κουράγιο, υπάρχουν και άλλοι που μας βρίζουν γιατί δεν λειτουργούν άλλα ταμεία ή γιατί δεν δουλεύεις πιο γρήγορα. Μας αναγκάζετε να συνωστιζόμαστε έλεγαν, φέρτε κι άλλους να δουλέψουν. Εσύ τι να κάνεις; Τι να απαντήσεις; Υπήρχαν στιγμές που βγήκαμε εκτός εαυτού, αυτή τη φορά η υπομονή ξεπεράστηκε και απα- ντήσαμε σε όλη αυτή την αρνητίλα που έπεφτε από τον καθένα πάνω μας».

Το κλίμα που επικρατεί στα σούπερ μάρκετ πρωτοφανές: «Δύο εβδομάδες τώρα, το χαρτί υγείας και τα ζυμαρικά ήταν τα πρώτα είδη που δεν προλαβαίναμε να γεμίσουμε τα ράφια. Στην πορεία όμως άρχισε να επικρατεί η λογική του πολέμου. Αγόραζαν 10 κουτιά ζάχαρη, αλεύρι, όσπρια, σάλτσες, εβαπορέ, όλα αυτά τα μακράς διάρκειας και βέβαια απορρυπαντικά». Η κίνηση αυτή άλλαξε φυσικά τις συνθήκες εργασίας. «Χρειάστηκε να καθίσουμε παραπάνω, χωρίς να μας το ζητήσουν, γιατί δεν γινόταν διαφορετικά. Δεν μπορούσαμε να κλείσουμε ταμείο γιατί οι ουρές ήταν μόνιμες. Έλεγες δεν θα τελειώσει ποτέ». Τι σημαίνει η κίνηση αυτή για τους εργαζόμενους; «Στη βάρδια σηκωνόμουν μόνο μία φορά για τουαλέτα στις 7 ώρες που δουλεύουμε. Κι αυτό με άγχος. Μετά με τα γάντια και τη μάσκα, έπρεπε να κάνω διάλειμμα επιτόπου για να πιω μια γουλιά νερό, να βγάλω τη μάσκα και να πλύνω τα χέρια. Δεν είχες την πολυτέλεια να σηκωθείς». Είναι κάτι που η Αθανασία, στα 10 χρόνια που δουλεύει στα σούπερ μάρκετ δεν είχε ξαναζήσει, ούτε την περίοδο των κάπιταλ κοντρόλς.

«Μιλάμε για τον απόλυτο πανικό στην πλειοψηφία του κόσμου. Έχω μόνιμο πονοκέφαλο από το στρες. Γυρίζω σπίτι να απολυμανθώ ολόκληρη, να πετάξω τα ρούχα στο πλυντήριο από την είσοδο του σπιτιού, να φάω και να αφιερώσω χρόνο στα παιδιά, τα οποία έχω γραμμένα τελείως από την κούραση γιατί δεν έχω τη δύναμη ούτε να μιλήσω. Ένα ζόμπι όρθιο, χωρίς δυνάμεις, με παυσίπονα. Σου μένει ένα τραύμα, μια φοβία. Λες ότι πρέπει να δουλέψω για να έχει ο κόσμος πράγματα. Εγώ πάντως δεν προλάβαινα να ψωνίσω. Μια τραγική εμπειρία. Μεταξύ μας οι συνάδελφοι κοιταζόμασταν μόνο και μιλούσαμε με τα μάτια. Δεν είχαμε κουράγιο».

Αυτή είναι η εικόνα από το «μέτωπο»…