Γιάννης Γιαννακουδάκης: Η Βάρκιζα των ψαράδων

Αν οι πόλεις έχουν ψυχή, η ψυχή της Βάρκιζας εντοπίζεται στο λιμανάκι της. Εκεί από όπου οι επαγγελματίες ψαράδες ξεκινούν κάθε απόγευμα για το νυχτερινό μεροκάματο της θάλασσας τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες. Πολλά έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του ‘40: Η περιοχή προσανατολίστηκε στον τουρισμό, οι μόνιμοι κάτοικοι πλήθυναν, η Βάρκιζα ενώθηκε με τον πολεοδομικό ιστό του Λεκανοπεδίου. Ωστόσο ποτέ δεν έχασε την ψυχή της. Και δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική φυσιογνωμία για την κοινότητα αυτή των ψαράδων από τον Γιάννη Γιαννακουδάκη, τον πρόεδρο του Συλλόγου Επαγγελματιών Αλιέων Βαρκίζης, που μίλησε στον «Δημοσιογράφο» για το παρελθόν και το παρόν ενός δύσκολου επαγγέλματος που ακόμη ανθίζει.

Ο πατέρας του Γιάννη Γιαννακουδάκη, Παντελής, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σκύρο, όπου ζούσε από το ψάρεμα. Ο πόλεμος του ‘40 τον οδήγησε στο αντάρτικο και κατόπιν έκανε ένα νέο ξεκίνημα στη Βάρκιζα, όπου και δημιούργησε την οικογένειά του. Ήταν από τους πρώτες ψαράδες της περιοχής. Οι γιοι του Παντελή, ο Γιάννης και ο αδερφός του, με το που τελείωσαν το Δημοτικό ξεκίνησαν να συνοδεύουν τον πατέρα τους στη δουλειά. «Από ένα καΐκι 5 μέτρων ζούσε όλη η οικογένεια. Μεγαλώνοντας εμείς φτιάξαμε ένα μεγαλύτερο, 7 μέτρα. Προχωρήσαμε δουλεύοντας πάρα πολύ, γιατί η δουλειά στη θάλασσα δεν είναι αστεία πράγματα» θυμάται σήμερα. «Ξεκινάμε κάθε μέρα στις 7 το απόγευμα και επιστρέφουμε ανάλογα. Αν δεν έχουμε κάνει καλό μεροκάματο, πάμε μέχρι το πρωί. Άλλες φορές τυχαίνει να έρθουμε πιο νωρίς, 1-2 ώρες πριν ξημερώσει. Συνήθως το πάμε μέχρι το ξημέρωμα. Σε αυτή τη δουλειά για να πας μπροστά πρέπει να δουλέψεις σκληρά. Να έχεις όρεξη, να αγαπάς τη θάλασσα». Σήμερα η επιχείρησή του απασχολεί 25 άτομα. Μεταξύ αυτών, τα παιδιά των δύο αδερφών που προσανατολίστηκαν κι αυτά μετά το σχολείο στο οικογενειακό επάγγελμα. «Τα παιδιά μας όταν ήρθαν στη δουλειά την εκσυγχρόνισαν. Επέλεξαν να έρθουν μαζί μας και έβαλαν τα τελειότερα μηχανήματα που υπάρχουν στη θάλασσα, που διευκολύνουν τη δουλειά μας. Και παλιότερα που δεν υπήρχαν τα μηχανήματα βέβαια την βρίσκαμε την άκρη, κοιτάζαμε τον καιρό με το μάτι», αναφέρει ο εκπρόσωπος των ψαράδων.

«Ο Σύλλογός μας στη Βάρκιζα έχει 70 μέλη, αν και πλέον έχουμε λιγοστέψει, μετά την επιδότηση για το σπάσιμο πολλών καϊκιών. Γρι γρι έχουμε μόνο εμείς και άλλος ένας ψαράς. Τα υπόλοιπα είναι δυχτιάρικα. Όλοι είμαστε δημότες Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης», αναφέρει ο Γιάννης Γιαννακουδάκης. Κάθε πρωί τα μικρά αλιευτικά σκάφη πωλούν την ψαριά τους στους πάγκους του Αλιευτικού Καταφυγίου. «Τα μικρά καΐκια ζουν από αυτό και είναι αρκετός κόσμος. Θα βγάλουν κάθε μέρα 5-10 κιλά ψαράκια και θα τα πουλήσουν εδώ. Η δική μας επιχείρηση έχει άλλα μεγέθη και πάμε στην ιχθυόσκαλα του Κερατσινίου, όπου πουλάμε ανάλογα με τη ζήτηση, άλλοτε πιο φτηνά άλλοτε πιο ακριβά, είναι ένα χρηματιστήριο. Η αγορά της Βάρκιζας λειτουργεί από τις 8 το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Μπορεί κανείς να βρει από γαύρο και σαρδέλα μέχρι μπαρμπούνια και μεγαλύτερα ψάρια. Κάποιοι δουλεύουν με παραγάδι και πιάνουν φαγκριά, συναγρίδα και άλλα», προσθέτει.

Τι συμβαίνει όμως με τη μείωση των αλιευτικών αποθεμάτων; «Τα τοπικά ψάρια του Σαρωνικού και ιδίως τα πατόψαρα, όπως μπαρμπούνια, πετρόψαρα, συναγρίδες, στείρες, γόπες κ.λπ., αυτά πράγματι έχουν λιγοστέψει. Αυτά που δεν έχουν λιγοστέψει, από το 1983 που ψαρεύω μέχρι και σήμερα, είναι τα απόδημα που πιάνουμε εμείς».

Πριν τη δημιουργία του Αλιευτικού Καταφυγίου, οι ψαράδες της Βάρκιζας έβρισκαν απάγκιο στη μαρίνα Βουλιαγμένης που δεν τους δεχόταν όμως μέσα στο λιμάνι

«Ο Δήμος είναι και ήταν πάντα δίπλα μας», λέει ο Γιάννης Γιαννακουδάκης. Και θυμάται: «Πριν γίνει αυτό το λιμανάκι, εμείς με τα καϊκάκια είχαμε πρόβλημα. Τον χειμώνα εδώ δεν υπήρχε κάπου να απαγκιάσεις. Με το νοτιά, τη Σοροκάδα που λέμε εμείς, ήμασταν αναγκασμένοι να φύγουμε και το μοναδικό καταφύγιο που υπήρχε τότε ήταν η μαρίνα της Βουλιαγμένης. Δεν μας άφηναν βέβαια να μπούμε μέσα, επειδή ήταν ψαράδικα. Τα δέναμε λοιπόν στην είσοδο που έκοβε κάπως. Από τη στιγμή όμως που κινδύνευε το καΐκι, έπρεπε να μείνουμε και μέσα όλη νύχτα και τότε δεν υπήρχαν οι σημερινές ανέσεις». Και συνεχίζει: «Βλέποντας αυτά ο αείμνηστος πρόεδρος της Κοινότητας Βάρης, Κώστας Νάσσος, το 1979 μας υποσχέθηκε ένα αλιευτικό καταφύγιο. Όταν είδα τα σχέδια δεν το πίστευα. Δεχόμασταν και πόλεμο βέβαια τότε. Οι δήθεν αριστοκράτες της περιοχής έλεγαν ότι κάνοντας το καταφύγιο θα ρυπαίνεται η θάλασσα και δεν θα μπορούσαν να κάνουν μπάνιο. Τελικά εγκρίθηκε ένας αλιευτικός μόλος. Μετά φτιάχτηκε το σημερινό λιμάνι κομματάκι κομματάκι. Δεν είναι υπερβολή να σου πω ότι εγώ τοποθέτησα την πρώτη πέτρα, είμαι από τους πιο παλιούς εδώ».

Το παρελθόν για τον Γιάννη Γιαννακουδάκη φέρνει νοσταλγία αλλά όχι και φόβο για το μέλλον: «Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Βάρκιζα. Στη Βάρκιζα του 1955-60 έβλεπες μόνο πεύκα και σποραδικά μερικές παράγκες παραθεριστικές. Μετά έγιναν οι πολυκατοικίες. Προσαρμοζόμαστε με τα δεδομένα, όπως προχωρά ο κόσμος. Υπάρχει νοσταλγία για τα παιδικά μας χρόνια. Είμαι όμως περήφανος που είμαι Βαρκιζιώτης, χαίρομαι που τα εγγόνια μου μεγαλώνουν εδώ».