Ευάγγελος Καμπέρος: Από την εξορία στη Βούλα και από το θέατρο στη δικηγορία

Οι ζωές των ανθρώπων στις προπολεμικές γενιές, μια εποχή συγκρούσεων, διαψεύσεων και ελπίδων, συχνά κρύβουν μια συναρπαστική ιστορία. Αυτή είναι και η περίπτωση του δικηγόρου και θεατρικού συγγραφέα από τον Πειραιά, Ευάγγελου Καμπέρου, ο οποίος όπως οι περισσότεροι δικηγόροι του Πειραιά τη δεκαετία του 1950 συνδέθηκαν ακατάλυτα με τη Βούλα.

Ο Ευάγγελος γεννήθηκε το 1919 και ήταν το μικρότερο παιδί από τα 5 ενός οικοδόμου και μεγάλωσε πολύ φτωχικά στη Φρεαττύδα. Ο πατέρας του είχε ξάδερφο τον πατέρα του πιο διάσημου Καμπέρου, του «Τρελοκαμπέρου», που υπήρξε ο πρώτος Έλληνας στρατιωτικός αεροπόρος και το όνομά του έγινε συνώνυμο των πιο παράτολμων πρωτοβουλιών. Αντίθετα με εκείνο τον κλάδο της οικογένειας που ήταν ακραιφνώς φιλοβασιλικός, στην οικογένεια του Ευάγγελου Καμπέρου ήταν αριστεροί.

Την πολιτική του τοποθέτηση ο νεαρός Ευάγγελος την πλήρωσε ακριβά με δύο εξορίες. Όπως διηγείται η κόρη του, Αντιγόνη Καμπέρου, συγγραφέας και καθηγήτρια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η πρώτη εξορία έγινε το 1945 μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, μαζί με χιλιάδες άλλους αντιστασιακούς της Αριστεράς, στην Ελ Ντάμπα της Αιγύπτου. Τρία χρόνια αργότερα βρέθηκε στη Μακρόνησο, στο Α’ Τάγμα Σκαπανέων. Εκεί γνώρισε και συνδέθηκε με τον Νικηφόρο Βρεττάκο, τον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη. Δημιούργησε θίασο και ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις για τους κρατούμενους, κάτι που σύμφωνα με την οικογένειά του, του στοίχισε πολύ σωματικά, αφού οι ξυλοδαρμοί που υπέστη του άφησαν ένα μόνιμο πρόβλημα στα νεφρά.

Πριν φτάσει όμως στην εξορία, ο Ευάγγελος Καμπέρος ξεκίνησε ως το «παιδί θαύμα» του Πειραιά. Στην ηλικία των 15 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Γαβριήλ», το οποίο παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο. Πρωταγωνίστησε ο ίδιος με τον Μίμη Φωτόπουλο ενθουσιάζοντας τις τοπικές αρχές. Λίγο αργότερα πέρασε πρώτος στη Νομική Αθηνών. «Το ταλέντο του στη λογοτεχνία προϋπήρχε της δικηγορίας. Θεωρώ ότι η μητέρα του τον πίεσε να γίνει δικηγόρος. Δεν αγαπούσε το επάγγελμά του, αγαπούσε ή μάλλον λάτρευε το θέατρο», θυμάται η κόρη του Αντιγόνη. Στα 22 του χρόνια πήρε το πτυχίο, όμως προσανατολίστηκε στο θέατρο. Σπούδασε στο Εθνικό Θέατρο και μπήκε στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη. Εκεί αναδείχθηκε το ταλέντο του στην υποκριτική. Επί 10 χρόνια ήταν ηθοποιός σε σύγχρονα έργα αλλά και τραγωδίες, ενώ έγραψε και 17 θεατρικά έργα. Έχουν εκδοθεί επίσης 10 ποιητικές του συλλογές.

Ο δρόμος της ζωής όμως τον έφερε στη δικηγορία. Και ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς, που είχε από τη δεκαετία του ‘50 αγοράσει μια μεγάλη έκταση στη Βούλα για εξοχικές κατοικίες των μελών του, τα σημερινά Δικηγορικά, τον έφερε στα νότια προάστια. Στην κλήρωση για το οικόπεδο που θα έπαιρνε καθένας στάθηκε από τους πιο τυχερούς: Τρίφατσο και πάνω σε πλατεία, τη σημερινή πλατεία Άρεως. «Ήταν κομμουνιστής αλλά και θρησκόληπτος ο πατέρας μου», θυμάται η κόρη του Αντιγόνη. «Αγαπούσε πάρα πολύ την Εκκλησία και έψελνε συνεχώς τροπά- ρια γιατί ο παππούς του ήταν ιερέας. Στην πλατεία Άρεως, πριν ακόμη διαμορφωθεί, υπήρχε μια συζήτηση να γίνει εκκλησία. Έκανε μεγάλη χαρά ο πατέρας μου, παρά την εμφανή ανησυχία της μητέρας μου σε αυτή την προοπτική λόγω της φασαρίας. Τελικά δεν η εκκλησία δεν έγινε ποτέ…».

Η Αντιγόνη Καμπέρου θυμάται έντονα την πρώτη ημέρα που έφτασε στην εξοχική Βούλα του ‘70. «Στην αρχή ο πατέρας μου είχε χτίσει ένα μικρό δωμάτιο με τουαλέτα χωριστή, από τσιμεντόλιθους. Δεν είχαμε ούτε ρεύμα, ούτε νερό. Είχε φυτέψει ελιές, πεύκα και συκιές. Πριν έρθουμε πρώτη φορά να το δούμε, άκουγα ότι θα πάμε στη Βούλα και φανταζόμουν ότι υπήρχε κάποια κυρία Βούλα με παιδάκια για να παίξουμε. Όταν φτάσαμε λοιπόν χτυπούσα την πόρτα, φωνάζοντας την κυρία Βούλα να μας ανοίξει. Οι γονείς μου γέλα- σαν και μετά ο πατέρας μου δείχνοντάς μου όλη την περιοχή, ένα παρθένο βουνό τότε, μου εξήγησε ότι Βούλα λέγεται ό,τι βλέπουμε τριγύρω».

Πώς ήταν όμως τότε η …ορεινή Βούλα; «Στο ευρύτερο τετράγωνο υπήρχαν μόλις 4 σπίτια, όλοι συνάδελφοι του πατέρα μου. Το σπίτι ήταν για παραθερισμό, ερχόμασταν για το καλοκαίρι τον Ιούνιο και φεύγαμε τον Σεπτέμβριο. Το λεωφορείο τότε σταματούσε κοντά στα σημερινά γήπεδα του Άρη. Από εκεί έπρεπε να περπατήσουμε. Κατεβαίναμε με τα πόδια για να κολυμπήσουμε στη θάλασσα, μια διαδρομή περίπου 20 λεπτά. Στην επιστροφή όμως, στην ανηφόρα, παίρναμε ταξί για να επιστρέψουμε σπίτι».

Η περίοδος της δικτατορίας πέρασε αγχωτικά για τον Ευάγγελο Καμπέρο. «Περίμενε ότι θα τον έστελναν στη Γυάρο, για κάποια διαστήματα κρυβόταν», θυμάται η κόρη του σήμερα. Τον Μάιο του 1974, τους τελευταίους μήνες της χούντας, εισήλθε στο νοσοκομείο για εγχείριση κοίλης. Και εντελώς απροσδόκητα άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 54 ετών, χωρίς να προλάβει να ρουφήξει τον αέρα της δημοκρατίας.