Εκδρομή στη Βουλιαγμένη με το ατμόπλοιο

Η αντίθεση ανθρώπου – φύσης και πιο συγκεκριμένα πόλης με εξοχή δεν είναι κάτι νέο, ούτε οι σχετικοί προβληματισμοί γεννήθηκαν με το μεταπολεμικό κύμα αστυφιλίας στη χώρα μας. Αυτό αποδεικνύει μια αναγνωστική κατάδυση στον μαγικό κόσμο των παλαιών εφημερίδων, που διασώζουν διαμάντια του δημοσιογραφικού λόγου αλλά και αντιλήψεις και νοοτροπίες μιας εποχής η οποία λίγα τεκμήρια μας έχει αφήσει για την καθημερινότητα των ανθρώπων. Το δημοσίευμα που αντιγράφουμε παρακάτω είδε το φως στην εφημερίδα Εμπρός της 16ης Σεπτεμβρίου 1919 και σχολιάζει την εμπειρία ενός κατοίκου της πρωτεύουσας που επιθυμεί να χαρεί την εξοχή. Η τιμή του φύλλου ανερχόταν σε 5 λεπτά (υποδιαίρεση της δραχμής), ενώ τα γραφεία της εφημερίδας στην οδό Σοφοκλέους 5 στην Αθήνα είχαν και τηλέφωνο με τον …τριψήφιο αριθμό 138. Το άρθρο υπογράφεται με το ψευδώνυμο Φορτούνιο, το οποίο χρησιμοποιούσε στον Τύπο ο πολύ ταλαντούχος και αρκετά αμφιλεγόμενος δημοσιογράφος της εποχής Σπύρος Μελάς.

Ο επιφυλλιδογράφος σχολιάζει ότι η Βουλιαγμένη της εποχής, προικισμένη αναμφίβολα από τη φύση (κάτι που αναγνώριζαν οι κάτοικοι της Αττικής ήδη από τότε) είχε ένα μειονέκτημα: Έλειπαν οι βασικές υποδομές για να την απολαύσουν οι επισκέπτες και προπαντός η συγκοινωνία. Ήταν η εποχή που η μόνη μαζική μετακίνηση προς τη Βουλιαγμένη γινόταν διά θαλάσσης και με την τεχνολογία της εποχής, τα ατμόπλοια. Σε ένα ακόμη παλαιότερο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας (Εμπρός, 25 Ιουλίου 1916) βρίσκουμε την είδηση για τη μετάβαση 200 άπορων παιδιών 7-13 ετών από τον Δήμο της Αθήνας στις εξοχές της Βουλιαγμένης, τις εγκαταστάσεις δηλαδή που μετέπειτα στέγασαν το Εκκλησιαστικό Ορφανοτροφείο. Διαβάζουμε λοιπόν ότι «τα παιδιά μετέβησαν εις Βουλιαγμένην συνοδευόμενα υπό του οικείου προσωπικού του Δήμου, διά του ατμόπλοιου «Μ. Κοργιαλένιος» του Πολεμικού Ναυτικού όπερ ο κ. Υπουργός των Ναυτικών ευγενώς διέθεσε προς τον σκοπόν τούτον». Το πρόβλημα που διαπιστώνει ο Φορτούνιο είναι ότι η μετάβαση από τη θάλασσα στη Βουλιαγμένη δίνει την εντύπωση «σοβαρού ταξιδιού» ενώ πρόκειται για απλή βόλτα, επομένως αυτό που λείπει είναι μια σύγχρονη για την εποχή συγκοινωνιακή σύνδεση. Όλα αυτά ήρθαν πολύ αργότερα…

Εκτός από το πολυτονικό σύστημα που αφαιρέθηκε, διατηρήθηκε πιστά η ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου.


Εξοχή

Η Ιδού μια ιδέα, της οποίας αι ρίζαι χάνονται εις τα βάθη της μυθολογίας και των προϊστορικών χρόνων, καθώς περίπου και η ιδέα της υπάρξεως του Θεού. Να γείνη εξοχή η Βουλιαγμένη.

Ύψιστε Κύριε! Θα μου είπετε αναμφιβόλως τι άρα γε είνε αυτήν την στιγμή η Βουλιαγμένη; Μήπως είνε βουλεβάρτον; Άφθονοι θύσανοι πεύκων υπάρχουν, σκιά πυκνή, αεράκι θαυμάσιον, γεμάτο από την πλέον αγνής αλμύραν του πόντου, αφροί, κύματα, κολπίσκοι, βραχάκια, καβούρια, μονοπάτια, τα οποία χάνονται υπό τους πρασίνους θόλους εις τα πλευρά του Υμηττού, όστις εκεί μόνον είνε χλωρός, τέλος πάντως υπάρχουν όλα τα πράγματα, τα οποία ονομάζονται εξοχή και μάλιστα μια καλή εξοχή. Και βεβαίως δεν έχω καμμίαν αντίρρησιν.

Αλλά λείπει εκείνο, το οποίον παρετήρησεν ο Όσκαρ Ουάιλ ότι δεν έχει καθόλου σύμπασα η φύσις. Λείπει η ευκολία. Διά να απολαύσετε την φύσιν χρειάζεται να έχετε τας σχετικάς αναπαύσεις. Είνε απολύτως βέβαιον ότι και ο πλέον εξαίσιος ρεμβασμός διαταράσσεται αμέσως και πάει διά παντός περίπατο, εάν καθώς είσθε μακαρίως ξαπλωμένος κάτω από την λαμπράν ομβρέλλαν ενός πεύκου ένα ζουζούνι αρχίση να κάνη τον περίπατόν του εις τον λαιμόν σας. Διά να χαρή κανείς ανέτως τα παιγνίδια του κύματος από την αμμουδιάν είνε βέβαιον ωσαύτως ότι χρειάζεται μία σεζλόγκ. Αι, αυτό λοιπόν το απλούστατον πράγμα δεν υπάρχει εις την Βουλιαγμένην.

Βεβαίως δεν εννοώ καθόλου ότι πρέπει εξ άπαντος να μεταφέρωνται εις την εξοχήν όλαι αι αθλιότητες της πόλεως. Και αν αι Αθήναι δεν έχουν εξοχάς αυτό ακριβώς το χρεωστούμεν εις την μανίαν της μεταφοράς όλης της εκζητήσεως της κοσμικής ζωής υπό τα επτάμιση δένδρα των υπωρειών της Πεντέλης. Αλλά, τέλος πάντων, πρέπει να υπάρχουν και μερικά άλλα πράγματα εις την εξοχήν, εκτός των μυρμήκων, των απολιθωμένων λουκουμίων και των ομηρικών σκαμνίων.

Εν πρώτοις διά να θαυμάσωμεν την φύσιν χρειάζεται μιας πεντάρας συγκοινωνία. Η Βουλιαγμένη είνε εκεί. Αλλά πώς να μεταβώμεν; Η άμαξα θέλει εφοπλιστήν, η σούστα έντερα Αλβανού εξ Ελβασσάν, το δε ατμόπλοιον, όπερ εκτελεί τον πλουν έως εκεί κατά το θέρος σας δίδει την εντύπωσιν σοβαρού ταξειδίου. Αλλ’ αξίζει τον κόπον να μεταναστεύση κανείς διά ν’ αναπνεύση;

Μερικοί άνθρωποι – κατά την μυθολογικήν περίοδον του κόσμου τούτου – εφρόνουν ότι όχι. Και εσκέφθησαν να κάμουν τραμ, σιδηρόδρομον, λεωφορείον, τέλος πάντων κάτι φθηνό και ανθρωπινό. Έκτοτε η ιδέα αυτή επανέρχεται περιοδικώς υπό συζήτησιν ως τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου τούτου. Αλλά, φαίνεται, ότι την φοράν αυτήν εσώθηκαν τα ψέμματα. Ενεφανίσθησαν κεφαλαιούχοι αποφασισμένοι. Και οι Βουλιαγμένη θα γίνει επί τέλους εξοχή. Αμήν.

Φορτούνιο