Αφγανιστάν: Δραπετεύοντας από μια χώρα κολαστήριο

Οι σοκαριστικές πρόσφατες εικόνες από το αεροδρόμιο της Καμπούλ με τους χιλιάδες απελπισμένους Αφγανούς να θεωρούν πιο πιθανό να επιβιώσουν αρπάζοντας έναν τροχό αεροπλάνου καθώς αυτό απογειώνεται από το να παραμείνουν στη χώρα τους, δυστυχώς, δεν είναι καινούργιες. Μια χώρα φτωχή σε βαθμό απόλυτης εξάρτησης από τη διεθνή βοήθεια, σπαρασσόμενη από εμφύλιες έριδες στο φόντο του θρησκευτικού φανατισμού και της δίψας για εξουσία, μια χώρα κυβερνώμενη αποκλειστικά εδώ και δεκαετίες από διεφθαρμένους δικτάτορες και αιμοδιψείς βασιλείς: Αυτό είναι το Αφγανιστάν. Από αυτό το κολαστήριο δραπετεύουν όσες ψυχές επιθυμούν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, διαμορφώνοντας τα σύγχρονα προσφυγικά ρεύματα των Αφγανών.

Για να κατανοήσει κανείς σήμερα τι σημαίνει εξουσία των Ταλιμπάν αλλά και τι σήμαινε η «ομαλότητα» υπό την αμερικανική επικυριαρχία που προηγήθηκε, μια μαρτυρία που κυκλοφόρησε λίγους μόλις μήνες πριν γίνει το Αφγανιστάν πρώτη είδηση, μπορεί να αλλάξει ριζικά το πώς ο δυτικός παρατηρητής των εξελίξεων βλέπει τα γεγονότα. Το Χαμένες ταυτότητες του Ρεζά Γκολαμί από τις εκδόσεις Τόπος, λέει την ιστορία ενός διψασμένου για ελευθερία, μάθηση και δημιουργία ανθρώπου, από την παιδική του ηλικία που σημαδεύτηκε από στερήσεις και φόβο, στην τριπλή προσφυγιά μέχρι το πολιτικό άσυλο και την ελληνική υπηκοότητα.

Ο συγγραφέας δεν είναι μια τυπική περίπτωση πρόσφυγα. Μόχθησε για τη μόρφωσή του, την ένταξη στην ελληνική κοινωνία, ολοκλήρωσε στη χώρα μας τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έδωσε πανελλήνιες, σήμερα σπουδάζει και σε ηλικία 33 ετών εκπροσωπεί τους συμπατριώτες του και την κοινότητά τους. Στην αφήγηση ζωής του που έγραψε στα Ελληνικά υπάρχει όλη η σκληρότητα μιας κοινωνίας που πάντα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση: «Ξυπνούσαμε το πρωί, δεν είχαμε ούτε τσάι ούτε ζάχαρη, η αδερφή μου ετοίμαζε ζεστό νερό και μας το σέρβιρε με ένα μπαγιάτικο ψωμί. Δεν ήμασταν μόνο εμείς σε αυτή την κατάσταση, όλος ο κόσμος ήταν έτσι, ο πόλεμος είναι σκληρό πράγμα». Τα παιδιά μεγαλώνουν εκεί σε καθεστώς φόβου και υπό την απειλή μιας απαγωγής: «Είμαι εννιά χρονών. Τα σχολεία υπολειτουργούν, το μόνο πράγμα που κυριαρχεί στη χώρα είναι ο φόβος. Δεν μπορώ να μείνω πια εκεί, οι συνθήκες στη χώρα είναι βάρβαρες, δεν τίθεται απλώς ζήτημα φτώχειας, αλλά ασφάλειας και επιβίωσης. Ο κίνδυνος ελλοχεύει παντού».

Ο Ρεζά Γκολαμί σε ηλικία δέκα ετών μετανάστευσε στο Πακιστάν, όπου κατευθύνονται οι περισσότεροι συμπατριώτες του (σήμερα η χώρα φιλοξενεί 1,4 εκατ. Αφγανούς πρόσφυγες). Μετά όμως από τον πόλεμο των Αμερικανών και την εκδίωξη των Ταλιμπάν από την εξουσία, η ελπίδα αναγεννήθηκε σε πολλούς για μια καλύτερη πατρίδα και έτσι επέστρεψε στο Αφγανιστάν. Ωστόσο, δεν ήταν όλα όπως φαίνονταν αρχικά: «Το ότι έφυγαν οι Ταλιμπάν ήταν μόνο στα λόγια, στην πράξη δεν έφυγαν όλοι. Απλά άλλαξαν εμφάνιση, πόσο γελοίο μπορεί να είναι! Με μούσι Ταλιμπάν, χωρίς μούσι δημοκράτης. Μια κλειστή κοινωνία όπου δεν υπάρχει ελευθερία έκφρασης, σκέψης και ανταλλαγής απόψεων μεταξύ ανθρώπων, μια τέτοια κοινωνία πιστεύω ότι αργοπεθαίνει», διηγείται ο συγγραφέας. Έτσι έφτασε η απόφαση της δεύτερης μετανάστευσης, στο Ιράν, όπου βρίσκονται σήμερα 780.000 Αφγανοί πρόσφυγες. Το όνειρο όμως εκεί κράτησε πολύ λίγο, διότι σύντομα ξεκίνησε ένα κύμα απελάσεων Αφγανών. Η πυξίδα έδειξε τότε προς τη Δύση, Τουρκία και όπου βγάλει.

Οι συγκλονιστικές στιγμές του παράνομου και ριψοκίνδυνου διάπλου του Αιγαίου καταγράφονται σε λίγες γραμμές: «Σε ένα φουσκωτό μέσα στη θάλασσα όπου τα πανύψηλα κύματα αγκαλιάζουν τη βάρκα, σε μια στιγμή ο χρόνος σταματάει. Κοιτάζω πίσω, τα βλέμματα συναντιούνται σε κλάσματα δευτερολέπτου, σαν να μιλάνε από μόνα τους. Μια φωνή μέσα μας μας λέει ετοιμαστείτε για τον άλλο κόσμο… Εδώ παύεις πια να ελπίζεις. Αντίο, κόσμε». Κανένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ δεν μπορεί να καταγράψει τι βιώνει ένας νέος άνθρωπος, ξένος σε ξένη χώρα, μόνος και αβοήθητος, περιπλανώμενος στο κέντρο της Αθήνας χωρίς χρήματα, ψάχνοντας ένα οποιοδήποτε στήριγμα. Και μετά το αίσθημα της πιάτσας για δουλειά, όταν τα υποψήφια αφεντικά σάρωναν με το μάτι τη σωματική ικανότητα των ανειδίκευτων εργατών που αναζητούσαν για μεροκάματο. Ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας αντιδρά ακόμη και στη θέα ενός πρόσφυγα. Ο Ρεζά Γκολαμί περιγράφει πως αισθανόταν στο λεωφορείο, δεχόμενος ρατσιστικές λεκτικές επιθέσεις: «Μακάρι να μην καταλάβαινα τι έλεγαν. Ούτε εγώ ήθελα να είμαι σε αυτό τον άγνωστο τόπο, ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους. Το πείσμα μεγαλώνει μέσα μου για τα Ελληνικά. Δεν θα πρέπει να είμαι άγαλμα όταν με προσβάλλουν, η αδυναμία μου είναι η γλώσσα. Τόσα επιχειρήματα έχω να τους πω, αλλά δεν μπορώ να σταυρώσω λέξη».

Ακολούθησε ένας μακρύς δρόμος μόχθου για επιβίωση, πνευματική ανέλιξη, ρίζωμα σε μια νέα χώρα και έναν νέο πολιτισμό. Επί 5 χρόνια ο συγγραφέας κατέθετε αίτηση για άσυλο, για να του αναγνωριστεί δηλαδή το καθεστώς του πρόσφυγα. Η απόρριψη ήταν αυτόματη, χωρίς ακρόαση. Το 2011 το αίτημά του προωθήθηκε προς εξέταση. Την αίσθηση αυτή περιγράφει με απόλυτη καθαρότητα: «Ένα ατελείωτο ταξίδι, ένας ατελείωτος αγώνας έφτανε στο τέλος του. Σε όλη τη διάρκεια αυτού του αγώνα έπρεπε να εξηγώ διαρκώς ότι δεν επέλεξα την προσφυγιά, δεν επέλεξα να βρίσκομαι σε μια άγνωστη πατρίδα. Παίζοντας με τη μελωδία της ελληνικής γλώσσας, κατάφερα τελικά να πω όλα αυτά που είχαμε ζήσει στην πατρίδα μας». Και με το βιβλίο του μοιράζεται με τους νέους του συμπατριώτες ένα βίωμα που πρέπει εκείνοι να ακούσουν.