Η διακριτική γοητεία της κινδυνολογίας

Στις πολιτικές διαμάχες ο αρνητισμός και η κινδυνολογία έναντι ενός ισχυρού αντιπάλου είναι μια δοκιμασμένη μέθοδος επικοινωνίας. Και στο δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης η κινδυνολογία, με άλλα λόγια η ρητορική που σκόπιμα προβάλλει την αρνητική ως καταστροφική προοπτική των πραγμάτων παραποιώντας τα πραγματικά στοιχεία, κυριαρχεί ως όπλο από τις αντιπολιτευόμενες τη δημοτική αρχή ομάδες, αποτελώντας πλέον ένα μόνιμο μοτίβο. Η κινδυνολογία όμως μοιάζει με τη φωτοβολίδα: Μαγνητίζει με τη στιγμιαία λάμψη της τα βλέμματα, αλλά προορίζεται να συντριβεί γρήγορα στο έδαφος. Ωστόσο συγκεντρώνει ως πολιτική προσέγγιση μια σειρά από ελκυστικά χαρακτηριστικά για όσους επιθυμούν να εισβάλουν στο προσκήνιο του δημόσιου λόγου χωρίς κόπο, γρήγορα και ανταγωνιστικά, ακόμη και θυσιάζοντας μακροπρόθεσμα την αξιοπιστία του λόγου τους.

Το κύριο πλεονέκτημα του κινδυνολόγου είναι ότι αφού μιλά για το μέλλον, κανείς δεν μπορεί να τον διαψεύσει στο σήμερα. Αύριο όλα είναι πιθανά, ακόμα και τα πιο τρελά σενάρια. Το κινδυνολογικό σενάριο επιλέγει να εργαλειοποιήσει κάποια από τα στοιχεία της πραγματικότητας και παράλληλα να αποσιωπήσει άλλα, συνθέτοντας έτσι ένα αφήγημα το οποίο σημαίνει κάποιου είδους συναγερμό. Μια εύκολη μέθοδος να συγκεντρώσει κανείς τη δημόσια προσοχή, προσθέτοντας υπερβολές ή μυθοπλαστικά στοιχεία κατά το δοκούν.

Κατά βάση η κινδυνολογία είναι μια επίθεση με απόδοση ταυτοτήτων. Ο αντίπαλος, ο στόχος του κινδυνολόγου, φέρνει τον όλεθρο, είναι ο εκπρόσωπος του λάθους. Επομένως άρρητα ο κινδυνολόγος αποδίδει στον εαυτό του την ταυτότητα του σωτήρα, του μαχητή της αποκάλυψης της αλήθειας, ενάντια στην υποτιθέμενη συνωμοσία της απόκρυψης. Βολικό και ανέξοδο. Απαιτεί μόνο φαντασία και εμπάθεια, όχι διάλογο με την άλλη άποψη ή αναζήτηση της αλήθειας. Ακόμη κι όταν έρθει η αναπόφευκτη ώρα της διάψευσης από την ίδια την πραγματικότητα που καταρρίπτει τα σενάρια, ο κινδυνολόγος έχει ένα τελευταίο καταφύγιο: Ήταν εκείνος με το συναγερμό του που έστρεψε τα πράγματα προς τη σωστή κατεύθυνση, που ακύρωσε την καταστροφική προοπτική. Έτσι τουλάχιστον θα υποστηρίξει ως τελευταίο φύλλο συκής για την απογυμνωμένη αξιοπιστία του.

Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό και πιο πρόσφατο παράδειγμα για την κινδυνολογική προσέγγιση και την εκκωφαντική διάψευσή της, από την ανάπλαση της πλατείας Νυμφών στη Βουλιαγμένη. Μια ομάδα πολιτών, μεταξύ των οποίων δύο αιρετοί, δεν πείστηκε από τις φωτορεαλιστικές απεικονίσεις των μελετητών και θεώρησε ότι η τελική μελέτη ανάπλασης προσέθετε υπέρμετρα τσιμέντο, ήταν παράνομη και με ένα 12σέλιδο κείμενο προσέφυγε τον Οκτώβριο του 2018 στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να ακυρώσει την ανάπλαση, επικαλούμενη μια σειρά από νόμους και υπουργικές αποφάσεις. Μετά από μια αναβολή στις 10 Φεβρουαρίου 2021, η υπόθεση θα εκδικαζόταν εκ νέου στις 26 Μαΐου από το ΣτΕ. Ανάλογη εκστρατεία έχει ήδη πραγματοποιηθεί για την ανάπλαση της μαρίνας Βουλιαγμένης, με τα καταστροφολογικά σενάρια να περιλαμβάνουν προσγειώσεις υδροπλάνων και ελικοπτέρων στο μέσο του όρμου, κινδύνους από αεροπορικά ατυχήματα, αφίξεις υπερωκεάνιων κρουαζιερόπλοιων και θηριώδεις κυματισμούς που διαλύουν τις ακτές. Σύντομα η πραγματικότητα θα τοποθετήσει κι αυτές τις δημοσιεύσεις οριστικά στο μεγάλο φάκελο με τις γραφικότητες των 3Β.

Μπορεί οι εμπνευστές των επικοινωνιακών αυτών εκστρατειών αυτών να ενδιαφέρονται περισσότερο για την προσωπική τους –έστω εφήμερη– λάμψη στην τοπική δημόσια σφαίρα παρά για την αλήθεια, όμως υπάρχει και ένα κατάλληλο έδαφος στην τοπική κοινωνία για την καλλιέργεια της ρητορικής αυτής. Ένα κομμάτι από παλαιούς κατοίκους που βλέπουν τη ραγδαία άνοδο της αξίας γης στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης κατά τις τελευταίες δεκαετίες, την έλευση νέων κατοίκων που αγοράζουν ακίνητα πολύ ακριβά αλλά και την προοπτική της «αθηναϊκής ριβιέρας» τα επόμενα χρόνια στον τουριστικό τομέα, είναι εύλογο να αισθάνονται άβολα ή ακόμη και απειλητικά. Είναι ένας φόβος να μη μείνουν «πίσω» κοινωνικοοικονομικά σε μια περιοχή όπου πληθαίνουν οι πολύ πλούσιοι. Αυτή είναι ενδεχομένως και μια από τις αιτίες που στη Βουλιαγμένη αλλά και σε ένα μεγάλο κομμάτι της Βούλας είναι διαδεδομένη η θέση προς τον Δήμο «μην πειράξετε τίποτα», που συνοδεύεται από μια εξιδανίκευση του παρελθόντος των περιοχών, πριν την έλευση της οικιστικής ανάπτυξης, τότε που ο παραθερισμός γινόταν σε παράγκες παρά θιν’ αλός.

Ο χρόνος όμως πίσω δεν γυρνά και η μεταμόρφωση των κάποτε ειδυλλιακών εξοχών σε σύγχρονα προάστια που μαγνητίζουν το οικιστικό ενδιαφέρον ανεβάζοντας κατακόρυφα τις αξίες, είναι μια αντικειμενική διαδικασία που μόνο με μια καταστροφή εμποδίζεται. Ρόλος του Δήμου σε αυτό το τοπίο δεν είναι να παρατήσει τις υποδομές της πόλης στο έλεος της φθοράς, αλλά να τις συντηρήσει και να τις εκσυγχρονίσει ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες όλων των πολιτών, ενεργοποιώντας τους εξισωτικούς του κοινωνικούς μηχανισμούς με στόχο την υπαραξία της περιοχής να την καρπωθούν επί ίσοις όροις οι κάτοικοι και ευρύτερα οι επισκέπτες της. Η δυσπιστία και η καχυποψία πολιτών σε αυτή την προοπτική χρειάζεται συζήτηση και ενημέρωση, όχι μικροπολιτική εκμετάλλευση διά της κινδυνολογίας.