Γίνεται η απώλεια συνήθειά μας;

Διανύουμε την εποχή που κάθε επικαιρότητα καταργείται, αναβάλλεται ή ματαιώνεται. Οι άνθρωποι των μέσων ενημέρωσης ίσως περισσότερο από τον καθένα συνειδητοποιούν αυτή τη δυστοπία των ημερών, όπου όλες οι ειδήσεις συγκεντρώνονται γύρω από την πανδημία και τις συνέπειές της στις ανθρώπινες ζωές και τις κοινωνίες στο σύνολό τους, απαξιώνοντας κάθε τι που μέχρι πριν από λίγο ήταν άξιο αναφοράς και ανάδειξης. Έτσι συνέβη και με τον «Δημοσιογράφο»: Κάποιες έρευνες που ετοιμάζονταν, μοιάζουν πλέον παντελώς αδιάφορες και μπήκαν στο συρτάρι, κάποιες συνεντεύξεις είναι πια ανεπίκαιρες και δεν δόθηκαν καθόλου.

Ζήσαμε από μια άποψη τη συγκλονιστική υλοποίηση της λεγόμενης θεωρίας του χάους, μια παραλλαγή του «φαινομένου της πεταλούδας», όπου το πέταγμα μιας νυχτερίδας στο Γουχάν ακύρωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Τόκιο. Δεν είναι βέβαιο ακόμα αν στο μέλλον οι άνθρωποι καταγράψουν αυτή τη ζοφερή παρένθεση στην παγκόσμια ιστορία με ευφυολογήματα ή με σκοτεινά μυθιστορήματα. Ωστόσο όλοι δείχνουν να συνειδητοποιούν ότι αυτές τις ημέρες γράφονται σελίδες ιστορίας, κοινωνιολογίας και ψυχολογικών θεωριών. Το μόνο ιστορικό ανάλογο που έχουν ζήσει οι σημερινές γενιές είναι ίσως το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ το 1986, όταν η χώρα μας και όλη η Ευρώπη βρέθηκε ενώπιον μιας αόρατης, φονικής απειλής και ο ελληνικός πληθυσμός πανικοβλήθηκε για τα τρόφιμα που κατανάλωνε μετά την έλευση του ραδιενεργού νέφους.

Σήμερα η απειλή είναι πιο σοβαρή. Και τα ημερολόγιά μας αντικαταστάθηκαν από τις «ελληνικές καλένδες» (που έγιναν από τα ρωμαϊκά χρόνια συνώνυμο της επ’ αόριστον αναβολής ακριβώς επειδή είναι ανύπαρκτες). Ο κόσμος μας μπήκε σε μια άγνωστης έκτασης περίοδο αναμονής, παραμένοντας στην πρίζα αλλά στην κατάσταση «αδράνειας», με τις βασικές λειτουργίες μόνο εν ισχύ.

Είναι σαν να πήραμε ένα αναγκαστικό δάνειο χρόνου από το μέλλον, με υψηλό επιτόκιο που θα πληρωθεί με τον ερχομό της κανονικότητας

Αρκετοί ψηλαφούν τη θετική πλευρά των πραγμάτων από την υποχρεωτική πλέον κατ’ οίκον παραμονή και αναστολή κάθε επαγγελματικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Μια φάση «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» κατά τον Μαρσέλ Προυστ, που ίσως δώσει τη δυνατότητα σε κάποιους ακόμη και να ολοκληρώσουν το μνημειώδες 7τομο μυθιστόρημά του. Υπάρχει μεν ελεύθερος χρόνος για διάβασμα, ενδοσκόπηση, παιχνίδι με τα παιδιά, όμως ο χρόνος αυτός δεν μας ανήκει. Δεν προέκυψε από μια υγιή διαρρύθμιση της καθημερινότητας, όπως οι περισσότεροι προσπαθούσαν μέχρι σήμερα, αλλά είναι σαν να πήραμε ένα αναγκαστικό δάνειο χρόνου από το μέλλον, με υψηλό επιτόκιο που θα πληρωθεί με τον ερχομό της κανονικότητας. Δεν αφήνει πολλά περιθώρια δημιουργικότητας και διάθεσης η επίγνωση αυτή.

Ταυτόχρονα, η προσαρμογή μας σε νέα μοντέλα κοινωνικής σκέψης και συμπεριφοράς είναι δραματικά απότομη. Στη χώρα μας, με μια φιλελεύθερη παράδοση από τον 19ο αιώνα και μια κυβέρνηση πρόσφατα ψηφισμένη η οποία εντάσσεται στο τόξο της φιλελεύθερης αντικρατικιστικής Δεξιάς, επιβλήθηκαν πρωτοφανή για τη σύγχρονη ιστορία μέτρα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου και των επιχειρήσεων από ένα κράτος έκτακτης ανάγκης. Η μετάβαση από την αποθέωση της ατομικότητας στην επιβολή της συλλογικής συνείδησης δεν μπορεί προφανώς να γίνει ακαριαία, όπως θα το φαντάζονταν ίσως τα πιο αυταρχικά μυαλά.

Ειδικά οι νέοι άνθρωποι γαλουχήθηκαν τα τελευταία χρόνια με την ιδεολογία «να είσαι ο εαυτός σου». Η εικόνα τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η θέση τους στις παρέες ιδανικά θα έπρεπε κατά την αντίληψη αυτή να αναδεικνύει τα ιδιαίτερα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Πώς περιμένει κανείς να αλλάξει αυτό εν μια νυκτί και να αντικατασταθεί με μια νέα συλλογική κουλτούρα της απομόνωσης, της αποστείρωσης και της πειθαρχίας σε ό,τι υπαγορεύουν οι λοιμωξιολόγοι; Μέχρι σήμερα άλλωστε οι πιο συχνές προτροπές των γονέων ήταν τα «άσε το κινητό σου» και «βγες από τον υπολογιστή σου». Ξαφνικά όμως εισήλθαμε στην εποχή της κοινωνικής αποστασιοποίησης όπου οι οθόνες και το διαδίκτυο έγιναν το μόνο παράθυρο στη γνώση, στην ψυχαγωγία και στον έξω κόσμο.

Ο στίχος «Έγινε η απώλεια συνήθειά μας» ανήκει στο συγκρότημα Διάφανα Κρίνα και τον στιχουργό Παντελή Ροδοστόγλου. Το 1996, όταν κυκλοφόρησε ο ομώνυμος πρώτος τους δίσκος, ήταν μια πολύ διαφορετική εποχή μεγάλων κοινωνικών προσδοκιών, που επέτρεπαν την πολυτέλεια στις πιο ευαίσθητες ψυχές να αναζητούν το υπαρξιακό κενό στις συμβατικές ανθρώπινες σχέσεις. «Η απουσία σου μ’ εξουθενώνει και δεν μπορώ να συνηθίσω» λένε τα Κρίνα στο ίδιο τραγούδι και σε πολύ διαφορετικά συμφραζόμενα με κάτι ανάλογο θα ταυτιζόμασταν και σήμερα, με την ελπίδα να στρέφεται πλέον όχι απλώς στην επιστροφή κάποιου αγαπημένου προσώπου ούτε σε μια μεταφυσική βοήθεια, αλλά στην επιστήμη και στην ανθρώπινη βούληση και παρόρμηση να ξεπερνά όλες τις προκλήσεις, σε αυτό που ένας Ιταλός διανοητής χαρακτήρισε, περιγράφοντας παρόμοιες διαδικασίες, ως «ασίγαστο πάθος».