Απατηλός περιβαλλοντισμός κατά της μαρίνας Βουλιαγμένης

Kάθε μείζων κατασκευαστική παρέμβαση, όπως αυτή του εκσυγχρονισμού της μαρίνας Βουλιαγμένης, εγείρει εύλογα ερωτήματα για τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον. Η περιβαλλοντική ευαισθησία, ειδικά σε μια ιστορική εποχή που σφραγίζεται από την κλιματική αλλαγή, είναι μια αρετή για κάθε πολίτη ξεχωριστά και κάθε τοπική κοινωνία στο σύνολό της. Και η περιβαλλοντική ευαισθησία έχει σπουδαίο ρόλο να διαδραματίσει, αρκεί όμως να βασίζεται στην επιστημονική γνώση και την ολόπλευρη σε βάθος ενημέρωση για τα δεδομένα και όχι σε εικασίες, διαισθήσεις, τοπικούς αστικούς μύθους ή ακόμα χειρότερα, πολιτικές σκοπιμότητες.

Στην περίπτωση της μαρίνας Βουλιαγμένης εκφέρεται δημόσια στο Δημοτικό Συμβούλιο και σε ζωηρούς διαλόγους στα τοπικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια διαμετρική διάσταση απόψεων: Άραγε «γιγαντώνεται» η μαρίνα, όπως καταγγέλλει η δημοτική αντιπολίτευση ή παραμένει ίδια σε μέγεθος, όπως υποστηρίζουν οι μελετητές του έργου; «Θα καταστραφεί για πάντα» ο όρμος της Βουλιαγμένης ή θα αναβαθμιστεί περιβαλλοντικά, όπως περιγράφεται στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και στη γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας;

Είναι σαφές ότι το ειδικό βάρος κάθε πλευράς είναι πολύ διαφορετικό. Τις μελέτες των έργων υπογράφουν εξειδικευμένοι επιστήμονες, μηχανικοί περιβάλλοντος, που ακολουθούν μια από το νόμο καθορισμένη μεθοδολογία περιγραφής και σχεδιασμού, πάντα στο δεδομένο νομικό και πολεοδομικό πλαίσιο και υποβάλλοντας την εργασία τους σε μια σειρά από διοικητικούς και δικαστικούς ελέγχους. Όσα αποτυπώνονται στις μελέτες αυτές αποτελούν δεσμευτικά σχέδια για το έργο, καθώς βάσει αυτών εκδίδονται οι σχετικές οικοδομικές άδειες και άδειες των απαραίτητων εργασιών, έγγραφα που καθώς αφορούν δημόσιο ακίνητο, παίρνουν τη μορφή Προεδρικού Διατάγματος και απαιτούν αποφάσεις της κυβέρνησης (ΚΥΑ). Η Marnet, εν προκειμένω, που είναι η μελετητική εταιρεία που ανέλαβε τις μελέτες για τη μαρίνα Βουλιαγμένης, έχει αναλάβει ανάλογες εργασίες για τις μαρίνες Φλοίσβου, Λεμεσσού, Λευκάδας, Χίου, Αλίμου και άλλων στη χώρα μας και το εξωτερικό και συγκαταλέγεται στις κορυφαίες και πλέον αξιόλογες του κλάδου.

Από την άλλη πλευρά, οι αντιρρήσεις για το έργο μέχρι στιγμής διατυπώνονται βάσει εμπειρικών ή διαισθητικών εκτιμήσεων από πολίτες με διαφορετικά γνωστικά υπόβαθρα, ατεκμηρίωτα, συνθηματολογικά και καταστροφολογικά. Είναι πραγματικά αμφίβολο αν διέτρεξε έστω κανείς από όσους υποστηρίζουν τη θεωρία της «γιγάντωσης» τα δύο τεύχη των 486 συνολικά σελίδων της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ή την 79 σελίδων μη τεχνική περίληψή της, για να θεμελιώσει τη θέση του, μιας και τα μεγέθη εκεί είναι ξεκάθαρα. Κυριαρχεί μια συνωμοσιολογικού τύπου προσέγγιση ότι «μας λένε ψέματα» και ότι «γράφουν ό,τι συμφέρει τους εντολείς τους».

Η καχυποψία αυτή εδράζεται φυσικά στην κακή φήμη των μεγάλων επενδύσεων που στο βωμό της οικονομίας θυσιάζουν πολλές φορές το περιβάλλον. Στην προκειμένη ωστόσο περίπτωση, η μαρίνα της Βουλιαγμένης αποτελεί ήδη σήμερα ένα οικολογικό πρόβλημα. Ο απαρχαιωμένος τρόπος συλλογής των λυμάτων και των καταλοίπων πετρελαίου από τα σκάφη, μεταξύ άλλων παρωχημένων υποδομών, αφήνει εδώ και πολλά χρόνια ρύπους αισθητούς στον κόλπο με την όσφρηση και την όραση. Η δε αδυναμία της μαρίνας να εξυπηρετήσει σήμερα μεγάλα σκάφη, απλώς τα οδηγεί να αγκυροβολούν αρόδο στον κόλπο, εντελώς ανεξέλεγκτα.

Ο εκσυγχρονισμός της μαρίνας είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για την καθαριότητα της θάλασσας και έχει καθυστερήσει δεκαετίες. Επομένως, ο περιβαλλοντισμός που επιδιώκει τη ματαίωση ή την αναβολή του έργου είναι κίβδηλος. Ο δε περιβαλλοντισμός που ζητά να επενδύσει ένας ιδιώτης δεκάδες εκατομμύρια ευρώ για να εξυπηρετούνται μόνο ψαροκάικα και κρις κραφτ είναι απατηλός. Το μόνο συνεπές και τίμιο περιβαλλοντικά πολιτικό αίτημα θα ήταν η ολοσχερής κατάργηση της μαρίνας, με την καθαίρεση όλων των εγκαταστάσεων και αφαίρεση των επιχώσεων στον όρμο, μια κυβερνητική απόφαση δηλαδή για έξωση του Αστέρα από το ακίνητο το οποίο έχει μισθώσει έναντι 43 εκατομμυρίων ως το έτος 2052. Κανείς όμως δεν έχει τολμήσει μέχρι σήμερα να διατυπώσει κάτι ανάλογο.

Πολλοί διαδικτυακοί σχολιαστές σήμερα βάλλουν κατά του Δήμου για τη στάση του. Αλλά στην πραγματικότητα η σημερινή δημοτική αρχή ήταν η μόνη που την κρίσιμη στιγμή, δηλαδή κατά το σχεδιασμό του έργου το 2018, άσκησε επί της ουσίας φιλοπεριβαλλοντική πολιτική, υιοθετώντας μια ρεαλιστική προσέγγιση αποδοχής της επένδυσης, φέρνοντας όμως τους ενδιαφερόμενους σε διαπραγματεύσεις για να λάβουν το «καλώς έχειν» των εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας, το οποίο σημειωτέον δεν ήταν στους επενδυτές πουθενά τυπικά απαραίτητο αλλά προφανώς τους ενδιέφερε σε άλλο επίπεδο.

Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, που πρέπει να πιστωθεί εξ ολοκλήρου στον Γρηγόρη Κωνσταντέλλο, ήταν εκτός των άλλων να περιοριστεί η δόμηση στα 4.800 τ.μ. από τα 11.000 τ.μ. που επέτρεπε ο ισχύων συντελεστής δόμησης οποίος ορίζεται από το κράτος και όχι από τον Δήμο για το σύνολο των λιμένων και μαρινών (20%), να δημιουργηθεί ένας επιπλέον υπόγειος χώρος στάθμευσης 400 αυτοκινήτων για την αποσυμφόρηση της οδού Απόλλωνος αλλά και η προτίμηση των υπόσκαφων κατασκευών με «πράσινες στέγες» για τη μείωση των οπτικών ρύπων.

Μια προσέγγιση του τύπου «ραντεβού στα δικαστήρια» αλήθεια τι έχει να προσφέρει σήμερα, όταν ούτως ή άλλως το ΣτΕ έχει εκφράσει ομόφωνα την τεκμηριωμένη άποψή του μόλις πριν ένα έτος;