Η λογοτεχνία υπήρξε από τα φοιτητικά της χρόνια το αντικείμενο μελέτης που την κέρδισε, η ακαδημαϊκή της απασχόληση που την καταξίωσε, η επαγγελματική δημοσιογραφική της εξειδίκευση που την συντρόφευσε. Η λογοτεχνία έγινε παράλληλα και πολύ φυσικά η γλώσσα εξομολόγησης των πιο μύχιων σκέψεών της. Η Άντεια Φραντζή, ομότιμη καθηγήτρια φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, είναι η φιλόλογος που ανέδειξε ακαδημαϊκά με τις μελέτες και τη διδασκαλία της επί δεκαετίες στα αμφιθέατρα τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και ειδικά τη γυναικεία πλευρά της τέχνης αυτής. Ταυτόχρονα, στο ιστορικό περιοδικό Αντί από το πρώτο μέχρι το τελευταίο του τεύχος υπήρξε εκ των πιο στενών συντελεστών στις σελίδες του πολιτισμού και όχι μόνο. Παράλληλα όμως από το 1975 ως σήμερα διακόνησε και η ίδια την ποιητική τέχνη, προσθέτοντας το δικό της ιδιαίτερο στίγμα στον πολύμορφο χάρτη της νεοελληνικής δημιουργίας.
Η νέα συγκεντρωτική έκδοση υπό τον τίτλο Το έσω χάραγμα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Sestina έρχεται να συνοψίσει μια πρωτότυπη ποιητική διαδρομή 4 δεκαετιών, από το 1975 ως το 2015, κατά τη διάρκεια των οποίων η Άντεια Φραντζή εξέδωσε 10 ποιητικές συλλογές. Πρόκειται για τη δική της λογοτεχνική στέγη, με τα δομικά υλικά των λέξεων και των συναισθημάτων που ακολουθούν τους στίχους της: «Χτίζεις ένα σπίτι ποιητή για να μείνουν τα όνειρα / ένα σπίτι της ζωής που ξέρει από θάνατο» (Μιλώ για τον ποιητή, 2010). Το βιβλίο παρουσιάστηκε σε μια πολύ ζεστή εκδήλωση στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου στις 3 Οκτωβρίου 2021. Για την ποιήτρια από τη Βούλα και το έργο της μίλησαν δύο πολύ οξυδερκείς φιλόλογοι διαφορετικών γενεών: Η Λίζυ Τσιριμώκου, ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ και ο Κώστας Καραβίδας, μέλος του εν ενεργεία διδακτικού προσωπικού στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Σχολιάζοντας το ρόλο της ποίησης στη ζωή της Άντειας Φραντζή η Λίζυ Τσιριμώκου σημείωσε: «Ο ποιητικός εαυτός της ήταν εκείνος που στήριξε και εμψύχωσε το σύνθετο σύνολο των δραστηριοτήτων της» και πρόσθεσε: «Στα ποιήματά της κατέθετε τις αντοχές και τις ελπίδες της, το ζωντανότερο κομμάτι του εαυτού της και η κιβωτός αυτή των πολύτιμων βιωμάτων έσωσε την ψυχή της από κάθε αλλοτρίωση, μετάλλαξη και αγκύλωση». Η νεοελληνίστρια συνάδελφος της Άντειας Φραντζή συμπλήρωσε για την ποιήτρια: «Δεν είναι ευθέως αυτοβιογραφική, αλλά στηριζόμενη σε μύχιες αυθεντικές εμπειρίες, δημιουργεί και εκθέτει τον μύθο της βιογραφίας της. Τα ποιήματα είναι σχεδόν πάντα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο και περιγράφουν τις πολλαπλές και εναλλασσόμενες απόψεις αυτού του εγώ». Η Λίζυ Τσιριμώκου παρατήρησε επίσης την πολυμορφία που χαρακτηρίζει τις σελίδες στο Έσω Χάραγμα, όπου συναντά κανείς «ελεύθερο αλλά και έμμετρο στίχο, σταθερές μορφές όπως σονέτο, χαϊ κου και ποιητική πρόζα». Και κατέληξε σημειώνοντας για τη συγκεντρωτική έκδοση ότι ήταν μια κίνηση «να τακτοποιήσει το ανεμοβάσταγο σπίτι της, όπως έλεγε η ίδια, που αποδεικνύεται όμως ιερό κάστρο και ταμπούρι».
Ο Κώστας Καραβίδας στάθηκε αρχικά στον περιορισμένο αριθμό συλλογών, ποιημάτων και συνολικά στίχων που χαρακτηρίζει το έργο της Άντειας Φραντζή, όπως συγκεντρώνεται στη συλλογή των συνολικά 264 σελίδων. «Ακτινογραφούμε με ακρίβεια μια ποιητική της σταγονομετρίας, μία μία στάζουν οι λέξεις», είπε ενώ σε άλλο σημείο ανέλυσε: «Η ποίηση της Άντειας δεν φοβάται, αλλά προϋποθέτει τη σιωπή. Λιγοστές αλλά ακριβές λέξεις για να κυλήσουν και να γίνουν ποίημα προϋποθέτουν εσωτερική τήξη τόνων σιωπής, σοβαρή συνείδηση της τέχνης και επίπονη άσκηση στην εκφραστική οικονομία». Και αργότερα παρατήρησε πως «το ανάπτυγμα της ποιητικής της Άντειας, οπωσδήποτε εγγεγραμμένο στη λυρική παράδοση, χωρίς βερμπαλιστικές εξάρσεις και αποφορτισμένο από συναισθηματικούς χειμάρρους αισθητικοποιεί το μικρό, το λίγο και το ταπεινό. Ψηλαφεί ανέγγιχτες όψεις του πραγματικού κόσμου, στάχτες, σκόνες, σταγόνες, σπόρους και ψίχουλα, βλέμμα- τα, επιθυμίες και σκιρτήματα».
Σοβαρή συνείδηση της τέχνης και επίπονη άσκηση στην εκφραστική οικονομία
Ο ομιλητής στάθηκε στις επιρροές της ποιήτριας εντοπίζοντας το «σεφερικό ξεκίνημα» της πρώτης συλλογής «Μετά τη σιωπή» του 1975 για να διαγνώσει στο κατοπινό έργο μια «ποιητική στάση κατεξοχήν καρυωτακική, ένα εκκρεμές χαρμολύπης, μεταξύ ειρωνείας, ελεγείας και σάτιρας, μία άσκηση συναισθηματικής ακροβασίας και εν τέλει ισορροπίας». Ενώ χαρακτήρισε παράλληλα «καβαφική επιλογή» την «ποιητική της απόκρυψης» όπως είπε την οποία όρισε ως χρήση λέξεων «που λένε και κρύβουν». Και η ίδια άλλωστε η ποιήτρια στη συζήτηση που ακολούθησε αποκάλυψε ότι η πρώτη της συγκλονιστική επαφή με την ποίηση έγινε με τον Καβάφη, όμως κατόπιν ήρθε ο Σεφέρης: «Στον Σεφέρη στάθηκα πάρα πολύ. Δάσκαλός μου ποιητικά δεν ήταν ο Καρυωτάκης όπως φαίνεται ίσως. Πρακτικά, μεθοδικά ήταν ο Σεφέρης», είπε απαντώντας σε μια σχετική ερώτηση.
Μια από τις αναφορές του Κώστα Καραβίδα που «άναψε» τη συζήτηση που ακολούθησε με το ακροατήριο ήταν ο σχολιασμός της διπλής ιδιότητας της συγγραφέα ως μελετήτριας της λογοτεχνίας και ως λογοτέχνη: «Παρότι πανεπιστημιακή φιλόλογος, δεν πάσχει από τη νόσο των φιλολόγων ποιητών, την επιδειξιομανία γνώσεων, τεχνικής και λογιοσύνης και την υπερτροφική διακειμενικότητα. Ο κόσμος της δεν είναι φιλολογικός, είναι ποιητικός». Και κατέληξε συνοψίζοντας για την έκδοση: «Αυτό το Έσω χάραγμα, μύχιο, κρυφό και βαθύ, ανεξίτηλο στον χρόνο με επουλωμένες πια τις πληγές υπογραμμίζει τη διάρκεια και την αντοχή των εμπειριών και των συγκινήσεων».